
Το λέγαμε τότε που γυριζόταν στην Κεφαλονιά η χολιγουντιανή ταινία, παραφράζοντας τον τίτλο «Το μαντολίνο του λοχαγού Κορέλι». «Τα νεύρα του λοχαγού κουρέλι». Αν δεν ήταν in-joke, «εσωτερικό» αστείο μιας παρέας δηλαδή, θα μπορούσε να ήταν ο τίτλος για την κατάσταση που επικρατεί τον τελευταίο (πολύ) καιρό στα κόμματα της Αριστεράς. Ποιας Αριστεράς; Αυτής που πριν από δέκα χρόνια ήταν κραταιά κυβέρνηση, επέστρεφε κλεμμένες αξιοπρέπειες και υποσχόταν ευρωπαϊκούς χορούς υπό τον ήχο των κλαρίνων και των ζουρνάδων της. Αυτής που τελικά αποδείχθηκε ότι δεν βασιζόταν σε μια στέρεη ιδεολογία αλλά σε μια συνθηματολογία και κατέληξε σε «ανοιχτή πρόσκληση» σε γλέντι γάμου (ή σε πανηγύρι με κέτερινγκ). Εκεί όπου καταλήγεις να χορεύεις χασαποσέρβικο, μεθυσμένος και κρεμασμένος από ανθρώπους που δεν γνωρίζεις. Και το πρωί ξυπνάς με hangover. Και με νεύρα κουρέλι.
Αν πριν από δέκα χρόνια (να θυμίσω ότι ήμασταν ακόμη στις ημέρες της «ηρωικής διαπραγμάτευσης», με τον Γιάνη Βαρουφάκη να πουλάει μαγκιά κι εξάτμιση στους ευρωπαίους εταίρους) μου έλεγαν τι θα γινόταν σήμερα στο κραταιό κόμμα, δεν θα το πίστευα. Οχι ότι δεν διανύουν περιόδους ακμής και παρακμής τα κόμματα, όχι ότι δεν έχουν εσωκομματικές συγκρούσεις. Αλλά δεν ξηλώνονται τόσο εύκολα, πιο εύκολα και από το πλεκτό φόρεμα της Σαρλίζ Θέρον στη διαφήμιση του Μαρτίνι από τη δεκαετία του 1990. Δεκαπέντε χρόνια είναι στον τάκο το ΠΑΣΟΚ, σαν μπουλντόζα πέρασε από επάνω του η κρίση, ακόμη και τώρα τα ενδοκομματικά μαχαιρώματα πάνε κι έρχονται, «αλλά κρατιέται», όπως έλεγε κάποτε, ως εγγονή της Μαρίας Πενταγιώτισσας, η αξέχαστη Αννα Παναγιωτοπούλου. Και τα δημοσκοπικά ποσοστά του είναι μεγαλύτερα από το σύνολο των ποσοστών των αποκομμάτων του ΣΥΡΙΖΑ.
Οι αιτίες για το ανεμοσκόρπι μπορεί να είναι πολλές. Η αφορμή όμως που λειτούργησε ως καταλύτης ήταν η επέλαση Κασσελάκη και, ενίοτε, το ζύγισμα των αφορμών βαραίνει πιο πολύ από το ζύγισμα της αιτίας. Ενας άνθρωπος που μοιάζει με «χαρακτήρα» ηλεκτρονικού παιχνιδιού διέλυσε το κόμμα που θα άλλαζε την τροχιά της Ελλάδας και της Ευρώπης ολόκληρης. Και παρακολουθώντας στιγμιότυπα από το ιδρυτικό συνέδριο του Κινήματος Δημοκρατίας αναρωτιέσαι μήπως όντως πρόκειται για διαδραστικό παιχνίδι. Βλέπω, για παράδειγμα, τη Θεοδώρα Τζάκρη να κλαίει με λυγμούς στο βήμα του συνεδρίου για την Ελλάδα που, από το 1821, τρώει τα παιδιά της και λέω «δεν μπορεί, θα έχει και άλλες επιλογές για να διαλέξεις. Η Τζάκρη γελάει, η Τζάκρη τραγουδάει, η Τζάκρη διαμαρτύρεται, η Τζάκρη υπογράφει μνημόνια».
Θυμάμαι πέρυσι, παραμονές ευρωεκλογών, τον Στέφανο Κασσελάκη να παρουσιάζει το υποτιθέμενο πόθεν έσχες του και να τον αποθεώνουν αυτοί που σήμερα επιχαίρουν για την εις βάρος του καταδικαστική απόφαση και ανακοινώνουν μέτρα που θα προστατέψουν το κόμμα από τους «περαστικούς». Να το πω; Λυπάμαι. Διότι όταν νοσεί ένα μέλος του σώματος, νοσεί όλο το σώμα και, στην προκειμένη περίπτωση, το σώμα είναι η πολιτική ζωή της χώρας.
Τα αίτια του φαινομένου μπορεί να είναι πολλά αλλά θεωρώ ως σημαντικότερο το ότι ένα κόμμα (ο ΣΥΡΙΖΑ), προκειμένου να επικρατήσει, διέλυσε έναν χώρο, αυτόν της Κεντροαριστεράς, που εκπροσωπούσε το ΠΑΣΟΚ. Τον οποίο δεν μπόρεσε να ανασυγκροτήσει αφού ποτέ δεν λειτούργησε ως αστικό κόμμα. Και από την προσπάθεια δημιουργίας ενός «μετώπου» προέκυψε ένας μούφα αρραβώνας μεταξύ Κασσελάκη και Ζωής Κωνσταντοπούλου με τίτλο «δημοκρατικός εφιάλτης». Τον ανακοίνωσε ο πρώτος και τον διέψευσε η δεύτερη με δήλωση τύπου «δεν είναι αυτό που νομίζετε».
Ταινίες
Τώρα εμένα αυτό μου δημιουργεί συνειρμούς με ταινίες του παλιού ελληνικού κινηματογράφου, που είναι και η αδυναμία μου. Μου θυμίζει, για παράδειγμα, τη Βουγιουκλάκη στο «Η αρχόντισσα και ο αλήτης», όπου, ενώ ο πατέρας της ανακοινώνει τους αρραβώνες της με εφοπλιστή φλώρο, εκείνη κρεμιέται από τα σεντόνια και το σκάει από το παράθυρο. Ή τον Γιάννη Βόγλη που, στο «Κορίτσια στον ήλιο», κυνηγάει την Αν Λόμπεργκ και της φωνάζει «στάσου, μύγδαλα».