Μια τρομπέτα όλη η ζωή του

«Παλιά, τότε που ήταν χωρίς δουλειά, πουλούσε το αίμα του για να αγοράζει τρομπέτες… Ποτέ δεν μέτρησα πόσες είχε. Δέκα, είκοσι. Αυτό που ήξερα καλά και μου αρκούσε, ήταν πως μέσα από εκείνες έβγαινε ο ήχος και η ένταση της λατρείας του για τον Ολυμπιακό. Μια λατρεία, που τη νιώθαμε το ίδιο, αφού αυτή ήταν που μας έσμιξε εκεί στο γήπεδο του Ρέντη, σε μια προπόνηση, και μας έκανε πριν από 20 χρόνια ζευγάρι στη ζωή». Τα λόγια της Αριστέας Δουρίδα, ο πόνος της συζύγου που έχει χάσει τον άνθρωπό της. Αλλά και ένας ύμνος αγάπης και πίστης στον Ολυμπιακό. Διότι αυτός ήταν ο Βασίλης Δουρίδας. Αυτός ήταν ο «Αττίλιο». Ενας πιστός στρατιώτης του Θρύλου. Ενας άοκνος και ασταμάτητος ακόλουθος της ερυθρόλευκης ιδέας. Εκείνη η σπουδαία πάντα αναψοκοκκινισμένη «μορφή», που με την τρομπέτα του, κάτω από το ρολόι της Θύρας 7 του παλιού Γ. Καραϊσκάκης, έδινε το σύνθημα.

Ηταν 11 Νοεμβρίου 1994. Ο Βασίλης Δουρίδας βγήκε από το σπίτι του στην οδό Αψούς 3 στα Σεπόλια. Μπήκε σε ένα ταξί. Προορισμός η δουλειά του, η εταιρεία GMA Hellas, στη συμβολή Λεωφόρου Καποδιστρίου και Δοϊράνης στη Φιλοθέη. Δεν πρόλαβε να φτάσει. Η καρδιά του σταμάτησε να χτυπά μέσα στο ταξί. Τον μετέφεραν αμέσως στο Σισμανόγλειο Νοσοκομείο. Μάταια. Λίγες ώρες μετά, ένας αστυνομικός χτύπησε δειλά το κουδούνι της πόρτας του σπιτιού της Αριστέας Δουρίδα. Δεν είχε ιδέα. Αλλά ο νους της πήγε αμέσως στο κακό. Ο αστυνομικός της ζήτησε ευγενικά να την ακολουθήσει στο τμήμα. Ο Σαλπιγκτής της Θύρας 7 είχε σιγήσει για πάντα. Αφήνοντας πίσω του τη σύζυγό του και έναν γιο, 18 ετών τότε, τον Γιάννη. Αλλά και μια θέση στο πάνθεον των πιο σημαντικών προσώπων που  υπηρέτησαν τον Ολυμπιακό. Διότι ο Αττίλιο αυτό ήταν. Ενας πιστός «υπηρέτης» του πάθους του. Και αυτό δεν ήταν άλλο από τον Ολυμπιακό. Την ομάδα του. Την καθημερινότητά του. Τα… πάντα του.

Γεννημένος το 1942 στην κατεχόμενη Αθήνα, ξεκίνησε να μαζεύει το χαρτζιλίκι της εβδομάδας για να βλέπει από κοντά τον Ολυμπιακό. Στην αρχή, με… άδεια χέρια. Στην πορεία, η ζωή του ενώθηκε με την τρομπέτα. Εγιναν ένα. Και μαζί, ακολούθησαν για πάντα τον Ολυμπιακό. Μια ζωή ταγμένη στον Θρύλο. Το όνομά του ήταν Βασίλης Δουρίδας. Αριστος μαθητής. Εφτασε να μπει στην Ιατρική. Αλλά παράτησε τις σπουδές του στο 4ο έτος. Για να αφοσιωθεί… στον Ολυμπιακό. Με την τρομπέτα ένωνε χιλιάδες χέρια και φωνές στην εξέδρα για χρόνια. Οταν ο «Αττίλιο» ξεκινούσε να φυσάει την τρομπέτα, τα πάντα στο Γ. Καραϊσκάκης σταματούσαν, τα χέρια σηκώνονταν ψηλά, ενώ στο τέλος όλοι φώναζαν τη λέξη «Ολυμπιακός, Ολυμπιακός, Ολυμπιακός»!

Οχι ένας φίλαθλος. Μια ζωντανή προσευχή στον Ολυμπιακό. Θρύλος που ζει μέσα από τις μνήμες. Μέσα από τα τραγούδια και τα βλέμματα όσων τον γνώρισαν

Ο νονός – παλαιστής

Η ιστορία για το πώς ο Βασίλης Δουρίδας «βαφτίστηκε» Αττίλιο (ένας φημισμένος παλαιστής της εποχής) δεν θα μπορούσε να έχει άλλη αφετηρία από το Γεώργιος Καραϊσκάκης. Πριν από έναν αγώνα ο Δουρίδας καθυστέρησε να φτάσει στο Γ. Καραϊσκάκης και η αναμέτρηση είχε ήδη ξεκινήσει. Προκειμένου να πάρει τη γνωστή του θέση στην κερκίδα, αναγκάστηκε να σπρώχνει άλλους οπαδούς. Τότε συγκρούστηκε με έναν εξ αυτών, ο οποίος έπεσε σε άλλους οπαδούς των Πειραιωτών. Η αντίδραση του… διεμβολισμένου, ιστορικής σημασίας: «Σιγά ρε φίλε. Ποιος είσαι; O Αττίλιο;». Από τότε, το όνομα αυτό έμελλε να γίνει «δικό» του και να τον κάνει γνωστό σε όλη τη φίλαθλη Ελλάδα.

Ο «Αττίλιο» ήταν το σύμβολο του σταδίου Γ. Καραϊσκάκης. Κέρδισε τη θέση του στην ιστορία. Επί χούντας κυνηγήθηκε από το καθεστώς και καταδικάστηκε για επεισόδια που… δεν έκανε ποτέ. Συνελήφθη από τις Αρχές «διά διέγερσιν εις απείθειαν», επειδή δήθεν παρότρυνε οπαδούς του Ολυμπιακού να μην αποχωρήσουν από τη Θύρα 1 μετά το τέλος ενός αγώνα με τον Ολυμπιακό Βόλου το 1972! Καταδικάστηκε σε 4 μήνες φυλάκιση, αλλά ακόμη και σήμερα, τα αρχεία εκείνης της δίκης επιβεβαιώνουν τα ψεύδη και τη χάλκευση της υπόθεσης από την Αστυνομία. Εντούτοις, ούτε το παρακράτος και η δικτατορία τον σταμάτησε από το να στέκεται δίπλα στον Ολυμπιακό του.

Σε γνώριμη θέση. Με τον γνώριμο σκοπό. Ολα για τον Ολυμπιακό

«Γιατί να ζήσω;»

Ούτε καν η επιδείνωση της υγείας του. Ο καλός του φίλος, γιατρός πνευμονολόγος στο Παγκράτι και οπαδός του Ολυμπιακού, κ. Σπηλιωτόπουλος, του συνέστησε αυστηρά να αφήσει κατά μέρος γήπεδο και τρομπέτες, γιατί θα αντιμετώπιζε σοβαρό πρόβλημα, καθώς τα πνευμόνια του είχαν σχεδόν καταστραφεί. Μάταια επέμενε. «Τι με νοιάζει; Εγώ για τον Ολυμπιακό ζω. Ποιος είναι ο λόγος να ζω εάν δεν βλέπω τον Ολυμπιακό;», του είχε απαντήσει! Και αυτό επιβεβαιώνεται και από τη σύζυγό του, Αριστέα Δουρίδα: «Αψήφησε την καρδιά του για την αγάπη για τον Ολυμπιακό. Ξέρω ότι θα πέθαινε πιο γρήγορα εάν έκοβε το γήπεδο»!

Ο Βασίλης Δουρίδας γεννήθηκε και έζησε με λιγοστά. Το σπίτι του, νοικιάρικο, χωρίς πολυτέλειες. Η καθημερινότητά του, γεμάτη αγώνα. Είχε μια πυξίδα στη ζωή του: τον Ολυμπιακό. Δεν είχε αυτοκίνητο, δεν είχε εισόδημα, ούτε σταθερή δουλειά. Ομως είχε πάθος, φλόγα και πίστη. Και αυτό το πάθος τον οδηγούσε παντού: από το ΣΕΦ και το Γ. Καραϊσκάκης, μέχρι το Παπαστράτειο και τις αίθουσες επιτραπέζιας αντισφαίρισης, στα κλειστά της ΕΣΧΑ, του βόλεϊ και του πόλο. Οταν δεν είχε χρήματα για μετακίνηση, περπατούσε. Εκανε ακόμα και 20 ή 30 χιλιόμετρα με τα πόδια για να δει την ομάδα του. Περπατούσε με ένα παλιό, σκισμένο σακίδιο στον ώμο, πάντα φορώντας κάτι ερυθρόλευκο. Σαν μοναχός. Ενας οπαδός-προσκυνητής.

«Αν δεν μπορώ, θα περπατήσω»

Ο Αττίλιο ποτέ δεν ζήτησε. Οι φίλοι του Ολυμπιακού, συχνά, του πρόσφεραν εισιτήρια, μεταφορές, ακόμη και ρούχα ή φαγητό. Τα περισσότερα τα αρνιόταν. «Δεν είμαι επαίτης, είμαι Ολυμπιακός. Αν δεν μπορώ να πάω, θα περπατήσω. Δεν θέλω λεφτά. Θέλω μόνο να είμαι κοντά στην ομάδα», είχε πει σε φίλαθλο που του πρότεινε να πληρώσει το λεωφορείο για εκτός έδρας αγώνα.

Ηταν τόσο σεμνός, που ντρεπόταν ακόμη και όταν του φώναζαν συνθήματα προς τιμήν του. Εσκυβε το κεφάλι. Χαμογελούσε δειλά. Ελεγε ένα «ευχαριστώ» και γυρνούσε να δει τον αγώνα. Αυτό τον ενδιέφερε: η μπάλα, το παιχνίδι, το πάθος. Ο Αττίλιο δεν υποστήριζε μόνο ποδόσφαιρο. Ηταν… παντού. Σε όλα τα αθλήματα του συλλόγου. Ηταν πάντα εκεί, σε παιχνίδια όπου δεν πήγαινε κανείς άλλος. Οχι μόνο στα ντέρμπι, αλλά σε αγώνες γυναικείου βόλεϊ στο Μαρκόπουλο, σε αναμετρήσεις χάντμπολ στην Κέρκυρα, στο κολυμβητήριο της Χίου, ακόμα και σε τελικούς σκάκι.

«Ο Ολυμπιακός είναι ένας. Δεν υπάρχει “ποδόσφαιρο μόνο”. Οπου παίζει ο Δαφνοστεφανωμένος, είμαι εκεί», είχε πει όταν τον ρώτησαν γιατί πηγαίνει και στο τάε κβον ντο του συλλόγου! Ηξερε τα πάντα. Ηξερε τα ρόστερ, τους προπονητές, τους αντιπάλους, ακόμη και τους διαιτητές. Ηταν ένας «λαϊκός δημοσιογράφος» του Θρύλου. Δεν χρειαζόταν να του πεις πότε παίζει το πόλο ή η Κ19. Τα ήξερε όλα.

Ηταν τόσο σεμνός, που ντρεπόταν ακόμη και όταν φώναζαν συνθήματα προς τιμήν του. Εσκυβε το κεφάλι. Χαμογελούσε δειλά. Ελεγε ένα «ευχαριστώ» και γυρνούσε να δει τον αγώνα

Ενα χιλιόμετρο

Στην κηδεία του, σε κατακόκκινο φέρετρο, το πλήθος φιλάθλων και ανθρώπων του Ολυμπιακού που έδωσαν το «παρών», «μετρήθηκε» ως μια ατελείωτη πορεία «ενός χιλιομέτρου». Για τον Αττίλιο, που έζησε και πέθανε έχοντας στο στήθος του τη σημαία του Ολυμπιακού. Σαν παλιός στρατιώτης που φεύγει ντυμένος με τη στολή του. Κάθε φορά που ο Ολυμπιακός παίζει, είτε στο ΣΕΦ είτε σε ένα γήπεδο β’ τοπικού, οι παλιοί λένε: «Αν ήταν ο Αττίλιο ζωντανός, θα ήταν ήδη εκεί».

Ο Βασίλης Δουρίδας δεν ήταν απλώς ένας φίλαθλος. Ηταν μια ζωντανή προσευχή στον Ολυμπιακό. Ηταν αυτό που λέμε «Θρύλος». Και οι θρύλοι δεν πεθαίνουν ποτέ. Ζουν μέσα από τις πράξεις τους. Μέσα από τις μνήμες. Μέσα από τα τραγούδια και τα βλέμματα όσων τον γνώρισαν.

Οχι, ο Αττίλιο δεν έφυγε. Είναι εκεί. Στο κάγκελο της Θύρας 7. Στη σκάλα του Παπαστρατείου. Στο παγκάκι του ΣΕΦ. Στα σκαλοπάτια του γηπέδου του Ρέντη. Εκεί, όπου γεννιέται κάθε μέρα ο Ολυμπιακός. Η τρομπέτα δεν σιγά ποτέ. Σήμερα τον λένε Νίκο. Αλλά σημασία δεν έχει το όνομα του συνεχιστή. Αλλά η παράδοση. Αυτή η παράδοση, που μένει αιώνια. Και θα σε κάνει να ανατριχιάζεις και να σηκώνεις τα χέρια ψηλά κάθε φορά που ακούς το σάλπισμα, τότε του Αττίλιο, σήμερα του Νικόλα, αύριο κάποιου νέου πιστού. Οποιο κι αν είναι το όνομα, η έκρηξη στο τέλος των χεριών και του ήχου της τρομπέτας θα είναι πάντα η ίδια: Ο-ΛΥ-ΜΠΙ-Α-ΚΟΣ, Ο-ΛΥ-ΜΠΙ-Α-ΚΟΣ!.