Η σκηνή είναι αποκρουστική. Μπαίνεις στη θέση του θύματος, προσπαθείς να κατανοήσεις τις αιτίες της βιαιότητας του θύτη. Πώς ολόκληρος άνδρας 34 ετών τραμπουκίζει μία ανυπεράσπιστη γυναίκα, πως φασιστικά προσπαθεί να της επιβάλει αυτό που θέλει. Νιώθεις τη βία του πριν από το χαστούκι, τον υφέρποντα εσωτερικό της φόβο. Το περιστατικό είναι λίγο – πολύ γνωστό. Ομάδα τραμπούκων εισβάλει στο κυλικείο 34χρονης στην Πανεπιστημιούπολη, το οποίο είχε επιτέλους απελευθερωθεί ύστερα από κατάληψη χρόνων και με τη βία επιχειρούν να κολλήσουν στην τζαμαρία κομματικές αφίσες. Η γυναίκα αντιδρά, τους εξηγεί ότι καθάριζε όλο το Σαββατοκύριακο τον χώρο, πως πληρώνει για την εκμίσθωσή του και δεν θέλει να βάλουν κόλλα στα τζάμια και να τοποθετήσουν την κομματική αφίσα.
Την εκφοβίζουν, την ειρωνεύονται, την απειλούν, ώσπου στο τέλος ο ένας από τους δύο τη χαστουκίζει. Λίγο αργότερα ο δράστης ταυτοποιείται, συλλαμβάνεται. Ενας ολόκληρος άντρας που στα 34 του δηλώνει φοιτητής, ασκεί ωμή βία, ψυχολογική, σωματική, εναντίον μιας γυναίκας για να κολλήσει κομματικές αφίσες. Χωρίς καν να αντιλαμβάνεται την ειρωνεία της εικόνας, με την αφίσα αριστερού κόμματος που κραδαίνει, το οποίο κατά τα άλλα μάχεται εναντίον της πατριαρχίας και του σεξισμού.
Ως εκ θαύματος όμως καμία φεμινιστική οργάνωση δεν έβγαλε ανακοίνωση καταδίκης, καμία ένθερμη φεμινίστρια δεν βγήκε να μας μιλήσει για την ανδρική επιβολή, την πατριαρχία, το mansplaining, τον σεξισμό, τη βία κατά των γυναικών. Η βία εναντίον μιας εργαζόμενης γυναίκας μπήκε στη ζυγαριά χάνοντας από το κομματικό συμφέρον, το οποίο βαραίνει πάντα περισσότερο στη συνείδηση των γνωστών υποκριτών. Διότι στην πραγματικότητα, αυτό που έκανε το αποκρουστικό περιστατικό, ήταν να υπογραμμίσει μία σειρά από γεγονότα. Καταρχάς, την απύθμενη υποκρισία των υποδυόμενων τους υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Να σημειωθεί ότι μετά τη βιαιοπραγία εναντίον της γυναίκας, λίγο αργότερα, οι δράστες χτύπησαν και έναν φοιτητή τον οποίο πέταξαν στο έδαφος χτυπώντας τον και κλωτσώντας τον επανειλημμένα στο κεφάλι.
Υπογράμμισε όμως και κάτι άλλο. Τη βαθιά εμπεδωμένη αίσθηση της ανομίας στα πανεπιστήμια. Είχε πραγματικά μεγάλο ενδιαφέρον να παρατηρεί κανείς τις δηλώσεις μετά το άλλο τραμπούκικο περιστατικό που συνέβη την περασμένη εβδομάδα στη Νομική. Ξαφνικά, όλοι εκείνοι που πολέμησαν λυσσαλέα το μέτρο της πανεπιστημιακής αστυνομίας βγήκαν με επιλεκτική αμνησία να μιλήσουν για την επίθεση στη Νομική υποδυόμενοι τους αγανακτισμένους. Καθηγητής πολιτικών επιστημών του Παντείου, που με καμάρι έβγαινε και δήλωνε ότι προσέφυγε με συναδέλφους του για να μπλοκάρει την αστυνομική φύλαξη των πανεπιστημίων δήλωνε τώρα στα κανάλια τη θλίψη του για την κατάσταση. Στην πραγματικότητα βέβαια ευθύνη έχουμε και εμείς οι δημοσιογράφοι. Που δίνουμε λόγο στους ίδιους και στους ίδιους και όχι σε καθηγητές πανεπιστημίου που χρόνια τώρα στηλιτεύουν το μπάχαλο που επικρατεί. Αλλά και που πολύ επιπόλαια κάνουμε λόγο για αστυνομική βία και αυθαιρεσία, κλείνοντας επιδεικτικά τα μάτια στο παγκόσμιο ελληνικό φαινόμενο: Πανεπιστήμια – ξέφραγα αμπέλια. Την κύρια ευθύνη βέβαια φέρει η κυβέρνηση. Η οποία εξελέγη με θηριώδη διαφορά στις εκλογές και συνεπώς είχε τον πολιτικό χώρο να προχωρήσει με τόλμη σε τομές, λαμβάνοντας και αντιδημοφιλείς αποφάσεις. Διότι, πράγματι, ήταν εμβληματική μεταρρύθμιση η κατάργηση του ασύλου και η πανεπιστημιακή αστυνομία, πλην όμως υπό την πίεση κομματικά υποκινούμενων αντιδράσεων δεν εφαρμόστηκε ποτέ.