Τriple crown

Δύο λέξεις θα μπορούσαν να περιγράψουν το 1997 του μπασκετικού Ολυμπιακού: φόβος και παράνοια. Η ομάδα που στην αρχή εκείνης της χρόνιας έμοιαζε χαμένη, κατέκτησε το πρώτο triple crown του ελληνικού μπάσκετ και, λίγους μήνες μετά, αντιμετώπιζε τους Μπουλς του Τζόρνταν. Ρίβερς, Τόμιτς και Σιγάλας ήταν πρώτοι μεταξύ ίσων σε ένα ρόστερ που ξεχείλιζε από ταλέντο και σπουδαίες προσωπικότητες.

Στο πάνθεον των αθλητικών ιστοριών που ξεπερνούν τα όρια του παρκέ και μετατρέπονται σε κομμάτι συλλογικής μνήμης, οι πρώτοι 10 μήνες του 1997 καταλαμβάνουν ξεχωριστή θέση στην ιστορία του μπασκετικού Ολυμπιακού. Αλλωστε ποιος θα μπορούσε να φανταστεί ότι μερικούς μόλις μήνες ύστερα από εκείνο το απόγευμα στο κλειστό Συκεών στη Θεσσαλονίκη, όπου οι Ερυθρόλευκοι γνώρισαν τη μνημειώδη ήττα από τον ουραγό ΒΑΟ για το πρωτάθλημα (80-79, 15/2/1997), ο Ολυμπιακός θα αντιμετώπιζε ως πρωταθλητής Ευρώπης τους Μπουλς του Τζόρνταν για το τουρνουά Mc Donald’s.

Ο αγώνας αυτός ήταν και παραμένει η πιο «ευχάριστη» ήττα του τμήματος (104-78, 18/10/1997) και αποτέλεσε το άτυπο κλείσιμο του κύκλου της ομάδας που είχε ξεκινήσει να χτίζεται στις αρχές του 1990 και πέρα από το triple crown του 1997 είχε κατορθώσει να στήσει τη δική της αυτοκρατορία με πέντε συνεχόμενα πρωταθλήματα, δύο Κύπελλα Ελλάδος, αλλά και εμβληματικές φιγούρες που δίκαια βρίσκονται μέχρι και σήμερα ψηλά στη συνείδηση των οπαδών.

Η φωτογραφία highlight της καριέρας του Μίλαν Τόμιτς αλλά και του Ολυμπιακού. Οκτώβριος του ‘97 στο McDonald’s Open του Παρισιού με αντίπαλο τον Μάικλ Τζόρνταν και τους πρωταθλητές του ΝΒΑ, Σικάγο Μπουλς

Ηγέτης δίχως τυμπανοκρουσίες

Ας ξεκινήσουμε από τον απόντα στο ματς με τους Μπουλς, τον Ντέιβιντ Ρίβερς. Μπορεί η άφιξή του στον Πειραιά το 1995 να αντιμετωπίστηκε με σκεπτικισμό και να μη συνοδεύτηκε από τυμπανοκρουσίες, ειδικά από τη στιγμή που θα έπαιρνε τα ηνία της ομάδας από παίκτες όπως ο Πάσπαλι και ο Τζόνσον, ωστόσο ήταν αυτός που έμελλε 1,5 χρόνο μετά να οδηγήσει τον Ολυμπιακό στη Γη της Επαγγελίας, δηλαδή στην κατάκτηση της Ευρωλίγκας και του πρώτου triple crown στην ιστορία του ελληνικού μπάσκετ.

Ο Ρίβερς δεν υπήρξε απλώς ηγέτης. Ηταν ο καταλύτης μιας «πολιτισμικής μετατόπισης», όπως αυτή αποτυπώθηκε με την αποχώρηση του Ιωαννίδη και την έλευση του Ντούσαν Ιβκοβιτς στον πάγκο των Πειραιωτών. Και ο Ρίβερς ήταν εκεί – έτοιμος να υποδεχθεί την πρώτη πάσα και να καλπάσει πάνω στο παρκέ ώστε να δώσει σχήμα και φωνή στο όνειρο μιας ομάδας. Πήρε τον Ολυμπιακό από το χέρι και χάρισε το magnum opus για το F4 της Ρώμης.

Στον ημιτελικό με την Ολίμπια Λιουμπλιάνας σημείωσε 28 πόντους. Στον τελικό κόντρα στην Μπαρτσελόνα πέτυχε 26, μα στην πραγματικότητα ήταν κάτι πολύ μεγαλύτερο από τα στατιστικά του: ήταν η ψυχή του τελικού. Η νίκη εκείνη δεν ήταν απλώς η πρώτη ευρωπαϊκή κούπα του Ολυμπιακού. Ηταν η επιβεβαίωση ότι μια ελληνική ομάδα μπορούσε να πρωταγωνιστεί στο υψηλότερο επίπεδο με στυλ, βάθος και χαρακτήρα.

Οι επιδόσεις του τού χάρισαν τον τίτλο του κορυφαίου σκόρερ και – απόλυτα φυσιολογικά – του MVP του F4. Το διετές συμβόλαιό του ολοκληρώθηκε το καλοκαίρι του 1997, οι διαπραγματεύσεις δεν καρποφόρησαν και ο Ρίβερς συνέχισε την καριέρα του στην Ιταλία φορώντας τη φανέλα της Φορτιτούντο Μπολόνια, χάνοντας έτσι την ευκαιρία να βρεθεί απέναντι στον Τζόρνταν.

Κανείς δεν περίμενε

Σε αυτή την ιστορία, όμως, ο Ρίβερς δεν ήταν μόνος. Η συνύπαρξή του στην 5άδα με τον Μίλαν Τόμιτς, μια ιδέα που δοκιμάστηκε αργά στη σεζόν, άφησε εποχή. Ο Ρίβερς με την εκρηκτικότητα και την αγωνιστική διορατικότητα και ο Τόμιτς με την ψυχραιμία και την απόλυτη κατανόηση του ρυθμού, συνέθεσαν ένα δίδυμο που ισορροπούσε ανάμεσα στο ταλέντο και την πειθαρχία.

Ενωναν δύο κόσμους: το αμερικανικό μπασκετικό πάθος και την ευρωπαϊκή τεχνική ακρίβεια. Η συνεργασία τους ενσαρκώνει τη χημεία που δεν βασίζεται σε αριθμούς αλλά σε άρρητες ισορροπίες: βλέμματα, κινήσεις χωρίς μπάλα, διαίσθηση. Ο Ρίβερς ήταν το γκάζι, ο Τόμιτς το τιμόνι. Και οι δυο μαζί, η μηχανή ενός Ολυμπιακού που άλλαζε πίστα.

Ο Τόμιτς φόρεσε την ερυθρόλευκη φανέλα για 13 χρόνια (1991-2004) και ήταν πάντοτε εκεί, πιστός στρατιώτης, από την αναγέννηση του Θρύλου μέχρι την κυριαρχία του, αλλά και τα δύσκολα χρόνια του Κορυδαλλού. Ακόμα και όταν του ζητήθηκε εν μία νυκτί να βγάλει το σορτσάκι και να φορέσει το κοστούμι του προπονητή, αυτός δεν δείλιασε παρά το γεγονός ότι ο Ολυμπιακός βρισκόταν στη χειρότερη περίοδό του.

Ο Ρίβερς ηγείται μιας πλήρους ομάδας με την ταχύτητα του αμερικανικού μπάσκετ και την ωριμότητα μιας ευρωπαϊκής υπερδύναμης. Εδώ, εφορμά στο καλάθι της Μπαρτσελόνα, στον τελικό

Ο αρχηγός

Δίπλα τους βρισκόταν ένας παίκτης-σύμβολο για την ελληνική μπασκετική σκηνή: ο Γιώργος Σιγάλας. Ο αρχηγός του Ολυμπιακού, αυτός που πρώτος πίστεψε το θαύμα που ερχόταν, με τη θρυλική ιαχή «Το πρώτο! Το πρώτο!» κατά την απονομή του Κυπέλλου Ελλάδας τον Μάρτιο του 1997.

Με την επιβλητική του άμυνα, την πνευματική προσήλωση και την ηθική ακεραιότητα, αποτέλεσε την ηγετική φωνή μέσα κι έξω από το γήπεδο. Ηταν αυτός που εγγυόταν ότι δεν θα χανόταν η ισορροπία ανάμεσα στην ατομική υπεροχή και τη συλλογική αφοσίωση και ότι το ρόστερ εκείνης της ομάδας, ένα μωσαϊκό προσωπικοτήτων του διαμετρήματος του Φασούλα, του Τάρλατς, του Ρίβερς, του Τόμιτς και φυσικά του ίδιου, θα έβρισκε τον τρόπο για να φτάσει στην κορυφή.

Ο Σιγάλας ήταν ο ήχος της φωνής στα τάιμ άουτ. Ηταν αυτός που «έβαζε πλάτη» όταν χρειαζόταν, ο πρώτος που θα έτρεχε στην άμυνα και ο τελευταίος που θα παραδινόταν. Για τους νεότερους της ομάδας ήταν παράδειγμα, για τους αντιπάλους πονοκέφαλος. Αν ο Ρίβερς έδινε το momentum, ο Σιγάλας έδινε τη διάρκεια. Παρ’ όλα αυτά, θα αποχωρούσε και εκείνος στο τέλος εκείνης της σεζόν για την Ιταλία και τη Στεφανέλ Μιλάνο. Αν και βρισκόταν στους Ερυθρόλευκους από το 1990, δεν δέχθηκε από την τότε διοίκηση του Ολυμπιακού πρόταση για ανανέωση της συνεργασίας τους. Ετσι, ήταν ο δεύτερος μεγάλος απόντας από τον αγώνα με τους Μπουλς.

Οπως και αν εξελίχθηκαν τα γεγονότα, το 1997 ήταν και παραμένει μια χρονιά-ορόσημο και η ανάμνησή της δεν μπορεί να συνοψιστεί καλύτερα από την εικόνα του Ντέιβιντ Ρίβερς να τρέχει προς το αντίπαλο καλάθι με ένα φρενήρες coast to coast.

Ο Θρύλος κόντρα στον θρύλο

Λίγους μήνες μετά την ευρωπαϊκή κορυφή, τον Οκτώβριο του 1997, ο Ολυμπιακός ταξίδευε στο Παρίσι για το McDonald’s Championship, όπου βρέθηκε αντιμέτωπος με το ίδιο το σύμβολο του NBA: τους Σικάγο Μπουλς του Μάικλ Τζόρνταν. Το 104-78 υπέρ των Μπουλς ήταν το προβλέψιμο αποτέλεσμα, αλλά το νόημα βρισκόταν αλλού: για πρώτη φορά, μια ελληνική ομάδα στεκόταν απέναντι στον θρύλο του μπάσκετ.

Το να μαρκάρεις τον Τζόρνταν, τον Πίπεν, τον Κούκοτς ήταν κάτι παραπάνω από εμπειρία. Ο Παναγιώτης Φασούλας έχει δηλώσει πως το να μοιράζεσαι το ίδιο παρκέ με τον Τζόρνταν δεν ήταν απλώς τιμή, αλλά μάθημα πειθαρχίας και στυλ. Ο Ντούσαν Ιβκοβιτς, πιο ψύχραιμος αλλά εξίσου εντυπωσιασμένος, σχολίασε πως η ταχύτητα με την οποία λειτουργούσαν οι Μπουλς δεν μπορούσε να διδαχθεί, αλλά μόνο να βιωθεί.

Ηταν μια αναμέτρηση που εκείνη την εποχή επιβεβαίωνε πόσο μακριά είχε πάει ο Ολυμπιακός και πόσο μακρύτερα μπορούσε να φτάσει. Η σταδιακή διάλυση της ομάδας του 1997 άφησε ένα μεγάλο «what if» στην ιστορία του μπασκετικού τμήματος – όχι σχετικά με τον πρωταγωνιστικό της ρόλο στο ευρωπαϊκό μπάσκετ, διότι αυτός είναι δεδομένος, αλλά σχετικά με τον αν θα μπορούσε να είχαν αποτραπεί «τα χρόνια του Κορυδαλλού», όπως σχηματικά περιγράφηκε η διογκούμενη απαξίωση του τμήματος, ειδικά την τριετία 2002-2005.