Εκεί όπου ο φανατισμός γίνεται θρησκεία και οι τελετές του παγανιστικές ανθρωποθυσίες

Το 1985 οι χούλιγκαν, ελεεινοί φανατικοί, σκότωσαν τριάντα εννέα ιταλούς οπαδούς στις κερκίδες του παλαιού σταδίου Χέιζελ των Βρυξελλών. Οι χούλιγκαν χτύπησαν όταν η αγγλική Λίβερπουλ αντιμετώπιζε στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών Ευρώπης την ιταλική Γιουβέντους. Οι Ιταλοί βρέθηκαν στριμωγμένοι σε έναν τοίχο κι έπεσαν ποδοπατώντας o ένας τον άλλο ή σπρώχτηκαν στο κενό. Η τηλεόραση μετέδωσε ζωντανή τη σφαγή, παράλληλα όμως και τον αγώνα, ο οποίος δεν διεκόπη. Από τότε η Ιταλία ήταν απαγορευμένος τόπος για τους άγγλους οπαδούς, ακόμα κι αν έφεραν πιστοποιητικά καλής διαγωγής.

Στο Μουντιάλ του ’90 η Ιταλία αναγκάστηκε να επιτρέψει την είσοδό τους στη Σαρδηνία, όπου έπαιζε η αγγλική ομάδα, αλλά οι πράκτορες της Σκότλαντ Γιαρντ ήταν περισσότεροι από τους ποδοσφαιρόφιλους και την επιτήρησή τους είχε αναλάβει o ίδιος ο βρετανός υπουργός Αθλητισμού.

Εναν αιώνα νωρίτερα, το 1890, η αγγλική εφημερίδα «The Times» προειδοποιούσε: «Οι χούλιγκαν πάνε από το κακό στο χειρότερο, και το χειρότερο είναι ότι πολλαπλασιάζονται. Αποτελούν μια τερατώδη απόφυση του πολιτισμού μας». Στις μέρες μας αυτή η απόφυση συνεχίζει να επιδίδεται στο έγκλημα με πρόσχημα το ποδόσφαιρο. Οπου εμφανίζονται οι χούλιγκαν, σπέρνουν τον πανικό. Απέξω έχουν το κορμί γεμάτο τατουάζ κι από μέσα είναι γεμάτο αλκοόλ. Κρεμούν διάφορα πατριωτικά μαραφέτια στον λαιμό και στ’ αφτιά τους, φορούν σιδερογροθιές, κρατούν ρόπαλα και ιδρώνουν ποτάμια βίας ουρλιάζοντας «Rule, Britannia» και άλλες μνησικακίες της χαμένης αυτοκρατορίας.

Στην Αγγλία και σε άλλες χώρες οι μαχαιροβγάλτες επίσης φορούν συχνά ναζιστικά σύμβολα και διακηρύσσουν το μίσος τους ενάντια στους μαύρους, τους Αραβες, τους Τούρκους, τους Πακιστανούς και τους Εβραίους. «Να πάτε πίσω στην Αφρική!», βρυχιόταν ένας ούλτρα της Ρεάλ Μαδρίτης, που του άρεσε να ξυλοφορτώνει μαύρους «γιατί ήρθαν να μου πάρουν τη δουλειά». Με πρόσχημα το ποδόσφαιρο οι ιταλοί naziskins σφυρίζουν τους μαύρους παίκτες και αποκαλούν «Εβραίους» τους αντίπαλους οπαδούς. «Ebrei!», ξεφωνίζουν.

Ομως οι συμμορίες των οπαδών που προσβάλλουν το ποδόσφαιρο, όπως o μέθυσος προσβάλλει το κρασί, δεν αποτελούν θλιβερό ευρωπαϊκό προνόμιο. Ολες σχεδόν οι χώρες πάσχουν από αυτό, άλλες περισσότερο, άλλες λιγότερο, και τα λυσσασμένα σκυλιά του ποδοσφαίρου πολλαπλασιάζονται στις μέρες μας. Μέχρι πριν από μερικά χρόνια η Χιλή είχε τους ευγενέστερους οπαδούς που έχω συναντήσει: άντρες, γυναίκες και παιδιά, πρόθυμους να προσφέρουν μουσικά θεάματα, που συναγωνίζονταν στις κερκίδες, με κριτική επιτροπή και τα παρόμοια. Σήμερα η χιλιανή Κόλο-Κόλο διαθέτει τις συμμορίες της, το «Λευκό Νύχι», και η Ουνιβερσιδάδ της Χιλής τους «Από Κάτω».

Το 1993 ο Χόρχε Βαλδάνο υπολόγιζε ότι τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια είχαν πεθάνει περισσότερα από εκατό άτομα στα γήπεδα της Αργεντινής. Η αύξηση της βίας, έλεγε o Βαλδάνο, έχει άμεση σχέση με τις κοινωνικές αδικίες και τις απογοητεύσεις που o κόσμος συσσωρεύει στην καθημερινή του ζωή. Παντού οι συμμορίες των χούλιγκαν τροφοδοτούνται από νέους χωρίς δουλειά κι ελπίδα. Μερικούς μήνες ύστερα από εκείνες τις δηλώσεις, η Μπόκα Τζούνιορς έχασε από τη Ρίβερ Πλέιτ, τον μεγάλο της αντίπαλο, με 2-0. Στην έξοδο του γηπέδου, δύο οπαδοί της Ρίβερ Πλέιτ έπεσαν νεκροί από σφαίρες. «Είμαστε ισοπαλία, 2-2», σχολίασε ένας νεαρός, οπαδός της Μπόκα Τζούνιορς, που η τηλεόραση του πήρε συνέντευξη.

Τα τραγούδια της περιφρόνησης

Για να ολοκληρωθεί η ανθρωποθυσία χρειάζεται υμνωδία… και τα τραγούδια της περιφρόνησης που επιφυλάσσουν στον αντίπαλο προοίμιο του τελικού δράματος. Ο χάρτης δεν το έχει, αλλά υπάρχει. Είναι αόρατο, αλλά βρίσκεται εκεί. Υπάρχει ένα τείχος που κάνει το Τείχος του Βερολίνου να μοιάζει αστείο: ορθώνεται και χωρίζει αυτούς που έχουν από αυτούς που δεν έχουν, διαιρεί τον κόσμο σε Βορρά και Νότο, κι επίσης οριοθετεί σύνορα στο εσωτερικό της κάθε χώρας και της κάθε πόλης. Οταν ο Νότος έχει το θράσος να πηδήσει αυτό το τείχος για να βρεθεί εκεί που δεν πρέπει, o Βορράς τού υπενθυμίζει βίαια πού είναι η θέση του. Το ίδιο συμβαίνει και με τις εισβολές από τα καταραμένα μέρη κάθε χώρας και κάθε πόλης.

Το ποδόσφαιρο, καθρέφτης των πάντων, αντικατοπτρίζει αυτή την πραγματικότητα. Στα μέσα της δεκαετίας του ’80, όταν η Νάπολι έπαιζε το καλύτερο ποδόσφαιρο στην Ιταλία χάρη στη μαγεία που ασκούσε o Μαραντόνα, το κοινό του Βορρά αντέδρασε ανασύροντας τα παλιά όπλα της περιφρόνησης. Οι ναπολιτάνοι σφετεριστές της απαγορευμένης δόξας κέρδιζαν τα τρόπαια που ανήκαν στους ανέκαθεν ισχυρούς, γι’ αυτό και ο Βορράς τιμώρησε την ασέβεια του όχλου από τον Νότο. Στις κερκίδες του Μιλάνου και του Τορίνου τα πανό εξαπέλυαν ύβρεις και μοχθηρία: Ναπολιτάνοι, καλώς ήρθατε στην Ιταλία, Βεζούβιε, ποντάρουμε σε σένα. Και με περισσότερη ένταση παρά ποτέ ήχησαν τα τραγούδια – γεννήματα του φόβου και του ρατσισμού:

Βρωμιά και δυσωδία / ακόμα και τα σκυλιά το βάζουν στα πόδια / έρχονται οι Ναπολιτάνοι / χολεριασμένοι και σεισμόπληκτοι / ποτέ δεν πλύθηκαν με σαπούνι / Νάπολη σιχαμένη, Νάπολη χολέρα / όλης της Ιταλίας η ντροπή.

Το ίδιο συμβαίνει και στην Αργεντινή με την Μπόκα Τζούνιορς, που είναι η αγαπημένη ομάδα των φτωχών με τα σγουρά μαλλιά και το μελαψό δέρμα. Εισέβαλε μαζικά στην αριστοκρατική πόλη του Μπουένος Αϊρες από τους χερσότοπους της ενδοχώρας ή τις γειτονικές χώρες. Οι οπαδοί των αντίπαλων ομάδων ξορκίζουν τον φοβερό δαίμονα:

Ξέρουμε πως η Μπόκα Τζούνιορς πενθεί / γι’ αυτό είναι όλοι μαύροι. / Να τους σκοτώσουμε όλους, / βρωμερούς και τιποτένιους, / και να τους πετάξουμε στο ποτάμι.