
Στην προοδευτική αντιπολίτευση δεν υπάρχουν μεγάλα μέτωπα, υπάρχει όμως μια ιδιότυπη κοινή στάση απέναντι στη Ζωή Κωνσταντοπούλου – κανείς δεν πλησιάζει περισσότερο απ’ όσο πρέπει. Εύκολα μπορεί να υποθέσει κάποιος ότι η δυσκολία στη διαπροσωπική επικοινωνία μεταξύ των ηγεσιών κάνει το βήμα να φαίνεται μεγαλύτερο απ’ όσο πραγματικά είναι. Το ζήτημα που προκύπτει, ωστόσο, είναι κυρίως πολιτικό: η Πλεύση Ελευθερίας άντλησε ψηφοφόρους από όλους όσο ανέβαινε ραγδαία, ενώ σε επίπεδο αφηγήματος η πρόεδρός της βάζει απέναντι όσους έχουν ψηφίσει Μνημόνια – αφήνοντας ουσιαστικά πολύ μικρά περιθώρια συνεννόησης. Δεν είναι βέβαια όλες οι περιπτώσεις ούτε όλες οι σχέσεις ίδιες.
Το πρόσωπο, όχι το κόμμα
Την πρώτη φορά που τα κόμματα της αντιπολίτευσης κατέθεσαν πρόταση δυσπιστίας απέναντι στην κυβέρνηση, την πρωτοβουλία είχε πάρει και πάλι ο Νίκος Ανδρουλάκης. Οι συνεννοήσεις με τους υπόλοιπους είχε κυρίως γίνει μέσω τηλεφώνου – εκτός από μία: η Ζωή Κωνσταντοπούλου ήταν η μόνη που πέρασε τουλάχιστον δύο φορές την πόρτα του προέδρου του ΠΑΣΟΚ στη Βουλή. Σε εκείνη τη φάση, δημιουργήθηκε η βάση μιας θεσμικής μεν, ανορθόδοξης δε πολιτικής σχέσης: έκπληκτοι, λίγα εικοσιτετράωρα αργότερα, οι βουλευτές είδαν, την ώρα που ο Ανδρουλάκης μιλούσε στο βήμα, την Κωνσταντοπούλου να διασχίζει τα έδρανα για να ρωτήσει τους συναδέλφους της στο ΠΑΣΟΚ αν ο πρόεδρός τους έχει ενημερωθεί για την παραίτηση των δύο υπουργών Επικρατείας, που μόλις είχε ανακοινωθεί. Εκτοτε, η κριτική της Κωνσταντοπούλου δεν ήταν ποτέ προσωπική απέναντι στον Ανδρουλάκη, αντιθέτως εμφανίστηκε επανειλημμένα υποστηρικτική στη διαχείρισή του στην υπόθεση των υποκλοπών. Δεν είναι λίγες οι φορές που δίνεται η αίσθηση πως οι δύο πλευρές δεν έχουν δυσκολία στη θεσμική επικοινωνία.
Η άνοδος της Πλεύσης συνοδεύτηκε από την ενίσχυση της φημολογίας για πιθανές εκλογικές συνεργασίες στον προοδευτικό χώρο, η οποία με τη σειρά της άνοιξε τα στόματα στο ΠΑΣΟΚ. Τουλάχιστον τρεις βουλευτές που δεν πρόσκεινται στον Ανδρουλάκη σε εσωκομματικό επίπεδο ξεκαθάρισαν δημόσια ότι αντιτίθενται στη συνεργασία με την Πλεύση Ελευθερίας, ακόμα και για λόγους ιδεολογικούς – τονίζοντας, δηλαδή, ότι δεν τη συγκαταλέγουν στις προοδευτικές δυνάμεις. Επισήμως, πολλές φορές το μοντέλο της Πλεύσης Ελευθερίας περιγράφηκε ως αντιθετικό του ΠΑΣΟΚ, καθώς η μια πλευρά θεωρείται πως έχει και ικανά στελέχη και κυβερνητικό πρόγραμμα, ενώ η άλλη παραπέμπει σε μονοπρόσωπο οργανισμό που κερδίζει ψήφους διαμαρτυρίας. Δύσκολα, ωστόσο, μπορεί κάποιος να ακούσει επιτελικό της Χαριλάου Τρικούπη να προφέρει το όνομα της Κωνσταντοπούλου στη σχετική κριτική. Με τον ίδιο τρόπο που η ίδια, όταν επιρρίπτει ευθύνες στο ΠΑΣΟΚ για τη στάση του την περίοδο της οικονομικής κρίσης, αποφεύγει επιμελώς να αναφερθεί στον Ανδρουλάκη.
Εμφύλιες διαμάχες
Αυτό το modus vivendi των δύο αρχηγών, που μπορούν να επικοινωνούν μεταξύ τους με σχετική ευκολία, δεν μοιάζει να σημαίνει τίποτα για τις σχέσεις των κομμάτων τους, παρότι δίνει αφορμές στις κακές γλώσσες να ταυτίσουν το ΠΑΣΟΚ με την Πλεύση Ελευθερίας, ειδικά μετά τη δεύτερη πρόταση δυσπιστίας. Η επιλογή της Χαριλάου Τρικούπη να μη συνεργαστεί με κανέναν για την κατάθεση του αιτήματος της Προανακριτικής δείχνει μεταξύ άλλων και τα όρια που θέτει. Το ίδιο, ωστόσο, δεν συμβαίνει με άλλες επαφές, που έχουν περισσότερη ιστορία: το μακρινό 2015, όταν η Κωνσταντοπούλου ορκιζόταν πρόεδρος της Βουλής, τόσο ο Σωκράτης Φάμελλος όσο και ο Αλέξης Χαρίτσης ήταν μέλη της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ. Ως τέτοια, έζησαν τη σταδιακή απομάκρυνση της Κωνσταντοπούλου ήδη από το πρώτο τρίμηνο. Το γυαλί είχε ραγίσει ήδη, έσπασε όμως οριστικά στις μαραθώνιες συνεδριάσεις εκείνου του Αυγούστου και στη διάσπαση που επήλθε τελικά στον ΣΥΡΙΖΑ. Δέκα χρόνια μετά, ο Αλέξης Τσίπρας δεν υπάρχει στο ηγετικό κάδρο και η Νέα Αριστερά αριθμεί 11 πρώην βουλευτές του κόμματος που ψηφίστηκε αξιωματική αντιπολίτευση, αλλά έχασε τη θέση του. Κάθε λέξη της Κωνσταντοπούλου είναι μια αιχμή που προσθέτει στο τείχος που ήδη υπάρχει – ούτε η μια πλευρά ούτε η άλλη έχει ξεχάσει την παρουσία της στις πλατείες των Μακεδονομάχων για τη Συμφωνία των Πρεσπών, τις κινήσεις της για την καταστροφή στο Μάτι και τη γενικότερη απαξία με την οποία έχει επιλέξει να αποδομήσει και το κυβερνητικό έργο του ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή το κοινό τους παρελθόν. Τόσο ο Φάμελλος όσο και ο Χαρίτσης θα της μιλήσουν σε θεσμικό πλαίσιο, όταν χρειαστεί, κανείς τους όμως δεν έχει επιλέξει να την ακολουθήσει σε κάποια πρωτοβουλία της – και αυτή η τάση επιβεβαιώθηκε για το περιεχόμενο του αιτήματος της Προανακριτικής.
Τα ομώνυμα απωθούνται;
Κάποιος άλλος πολιτικός αρχηγός, ωστόσο, όχι απλώς θέλει τη συνεννόηση με την Κωνσταντοπούλου, αλλά το επιδίωξε. Μπορεί η αφορμή για τον κοινό βηματισμό να είναι τα Τέμπη, όμως η αλήθεια είναι ότι τα ανοίγματα του Στέφανου Κασσελάκη στην Κωνσταντοπούλου έχουν ξεκινήσει από τότε που εκείνος ήταν πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ. Οι δύο πλευρές έχουν κοινές αναφορές: έχουν απορρίψει σε κάποια χρονική στιγμή τις πρακτικές του ΣΥΡΙΖΑ, έχουν φτιάξει νέα κόμματα στα οποία τα πιο γνωστά ονόματα ήταν και παραμένουν οι ίδιοι, ενίοτε συμφωνούν πως δεν έχει σημασία ο αυτοπροσδιορισμός στον παραδοσιακό πολιτικό άξονα Αριστεράς – Δεξιάς, γιατί οφείλουμε όλοι να «κοιτάμε μπροστά».
Ο πρόεδρος του Κινήματος Δημοκρατίας βλέπει στην Κωνσταντοπούλου κάποιαν που, υπό άλλες συνθήκες, θα του χάραζε τον δρόμο της επιστροφής στο προσκήνιο. Το πρώτο άτυπο μπρα ντε φερ που είχαν Κωνσταντοπούλου και Κασσελάκης στην πραγματικότητα έδειξε πως τα επικοινωνιακά ηνία της πρωτοβουλίας για την Προανακριτική δεν τα παίρνει αυτεπαγγέλτως εκείνος που αναλαμβάνει να ανακοινώσει τη συνεργασία. Και, ως εικόνα, υπενθύμισε πως μια αυτονόητη συμμαχία σήμερα μπορεί να εξελιχθεί σε αχίλλειο πτέρνα αύριο, καθώς τα πολιτικά φλερτ στα οποία ο ένας διεκδικεί να γίνει καρμπόν του άλλου απαιτούν αμοιβαίες υποχωρήσεις που μένουν στα λόγια.