Το προηγούμενο Σάββατο έκανα ευθανασία στη Λολίτα μου, ένα πλάσμα που υιοθέτησα το 2018 και είχε εγκαταλείψει, αφού είχε πρώτα εκμεταλλευτεί με κάθε δυνατό τρόπο, παράνομος εκτροφέας. Ο καρκίνος μάς νίκησε κι αφού το προσπαθήσαμε πολύ αποφάσισα να τη λυτρώσω, λίγες ώρες ή μέρες νωρίτερα, από το μαρτύριό της. Αναλογίστηκα εκείνη την ώρα το μεγαλείο να φεύγεις από τη ζωή μέσα στην αγκαλιά του ανθρώπου που αγαπάς με όσο το δυνατόν λιγότερο πόνο και θυμήθηκα τον βασανιστικό θάνατο της θείας μου της Στέλλας.
Καρκινοπαθής κι εκείνη. Δεν ήθελε να κοιμάται και δεν ήθελε να κοιμόμαστε ούτε κι εμείς γιατί έτρεμε στην πιθανότητα να πεθάνει στον ύπνο της. Κάποιες νύχτες που παραλίγο να τη χάσουμε της έλεγα «μη σε νοιάζει, δεν θα σε αφήσω να πάθεις τίποτα, εγώ είμαι εδώ». Ψέματα έλεγα, ψέματα όλοι της λέγαμε.
Πονούσε και φοβόταν αβάσταχτα, δύο μερόνυχτα ξεψυχούσε και δυστυχώς δεν μου επέτρεπε κανείς να τη βοηθήσω ουσιαστικά: να μην την αφήνω να πονάει, να μην την αφήνω να φοβάται. Για τα ζώα στη χώρα μας υπάρχει τρόπος να τα απαλλάσσεις από το μαρτύριό τους, για τους ανθρώπους πάλι όχι. Τους παρακολουθείς να ξεψυχάνε σε αργή κίνηση και απεύχεσαι να βρεθείς σε αυτή τη θέση της ανημποριάς.
Σταματίνα Σταματάκου