Αγεφύρωτο χάσμα Σαμαρά – Μαξίμου

Για πρώτη φορά στους έξι μήνες από τη διαγραφή του Αντώνη Σαμαρά από τη ΝΔ επιβεβαιώθηκε πέραν πάσης αμφιβολίας ότι η ρήξη με τον Κυριάκο Μητσοτάκη είναι χωρίς επιστροφή. Το αγεφύρωτο χάσμα ανάμεσα στον πρώην και στον νυν Πρωθυπουργό φάνηκε τόσο στη σφοδρότητα του λόγου του Σαμαρά μέσα από «TA ΝΕΑ Σαββατοκύριακο» συνολικά για την εξωτερική πολιτική και ειδικότερα για χειρισμούς του Μητσοτάκη όσο και στον τρόπο με τον οποίο το Μέγαρο Μαξίμου θέλησε να δείξει ότι υποδέχτηκε τις επικρίσεις – με απουσία, παρά τις δημοσιογραφικές οχλήσεις, οποιουδήποτε σχολιασμού.

Αν και η κυβερνητική έδρα επιδιώκει να δείξει ότι δεν ρίχνει βάρος στη σαμαρική κριτική, οι παρασκηνιακές συζητήσεις ξεσηκώθηκαν στο νεοδημοκρατικό οικοσύστημα. Πρώην ή και νυν στελέχη επιχειρούσαν, με πρόδηλη αμηχανία, να αποκωδικοποιήσουν τις βολές Σαμαρά στο άρθρο του υπό τον τίτλο «Πού πάμε;», ζωηρεύοντας τη συζήτηση για το… πού το πάει και ο ίδιος, έχοντας άλλωστε διαμηνύσει πρόσφατα ότι είναι «παρών και μάχιμος» και έχοντας προ πολλού καρφώσει ευθέως τον Μητσοτάκη ότι είναι αποκομμένος από τη βάση της ΝΔ.

Τα σενάρια

για κίνηση εκ δεξιών

Αυτόν τον διαχωρισμό της ταυτότητας της ΝΔ από τη σημερινή ηγεσία πρόταξε και πάλι ο Σαμαράς (επιλέγοντας και τον πρώτο πληθυντικό): «Αλλα λέγαμε το 2023, προεκλογικά», «τέτοια εντολή δεν έχει δώσει ποτέ η εκλογική βάση της Νέας Δημοκρατίας», «αυτή δεν είναι πια κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας. Είναι κυβέρνηση Κυριάκου Μητσοτάκη». Η σεναριολογία για το ενδεχόμενο δραστικής κίνησης από τα δεξιά τροφοδοτήθηκε αμέσως – εξάλλου εδώ και μήνες συνομιλητές του πρώην πρωθυπουργού τού μεταφέρουν απόψεις τους ή και τον προτρέπουν να ηγηθεί μιας νέας προσπάθειας, χωρίς ο ίδιος να ανοίγει τα χαρτιά του. Ενδεικτικά, ο πρώην υπουργός Κώστας Μαρκόπουλος (επί Κώστα Καραμανλή) είδε στο σαμαρικό «Πού πάμε;» ένα «σοβαρό δίλημμα σε βουλευτές και ψηφοφόρους», διερωτώμενος αν θα υπάρξει συνέχεια και αν ο Σαμαράς «θα δώσει διέξοδο σε μεγάλες μάζες».

Κεραυνοί κατά

του «νέου δόγματος»

Από τη μια πλευρά, η κυβερνητική θέση είναι ότι η αξιοπιστία της χώρας «έχει ενισχυθεί». Από την άλλη, ο Σαμαράς κατακεραύνωσε «το νέο δόγμα» της εξωτερικής πολιτικής («Ο,τι πείτε» και «ήρεμα νερά»;» διερωτήθηκε) και «μια πολιτική άκρατου κατευνασμού» έναντι της Τουρκίας, περιγράφοντας ότι σε μια «γεωπολιτική “τέλεια καταιγίδα”» η Ελλάδα είναι «παντελώς απούσα» από όλες τις κρίσιμες διπλωματικές διεργασίες σε Ευρώπη και Μέση Ανατολή. Αλλωστε άφησε αιχμές για τα ελληνοτουρκικά, τις σχέσεις με ΗΠΑ και Ρωσία και για τις πρόσφατες επαφές του Μητσοτάκη με τον γερμανό καγκελάριο και την ιταλίδα πρωθυπουργό, με κατηγορίες ότι ο Μητσοτάκης ήταν «συγκαταβατικός» μπροστά στον Φρίντριχ Μερτς και ότι επελέγη η σιωπή μπροστά στην Τζόρτζια Μελόνι με φόντο τις αμυντικές συνεργασίες των δύο χωρών με την Αγκυρα.

Σε νέα πυρά προς τον Γιώργο Γεραπετρίτη, τον αποκάλεσε «ο υπουργός τού “ας με πουν και μειοδότη”», ενώ απασφάλισε έναντι του Τάσου Χατζηβασιλείου με τη φράση «ο νέος υφυπουργός μιλάει σε επίσημη εκδήλωση στα… τουρκικά!». Πράγματι υπήρξε εκ δεξιών κριτική για το γεγονός ότι ο υφυπουργός στο επιχειρηματικό φόρουμ στην Κωνσταντινούπολη εκφώνησε ομιλία στα αγγλικά, αλλά σε ένα σημείο χρησιμοποίησε την τουρκική γλώσσα.

Παρέμβαση

στον ΟΗΕ

Στο μεταξύ ο Μητσοτάκης επενδύει στον ΟΗΕ και σε αναμενόμενα μηνύματα περί καθολικού σεβασμού του δικαίου της θάλασσας, μετρώντας αντίστροφα για την αυριανή «εθνική παρέμβαση», όπως λένε συνεργάτες του. Θεωρείται βέβαιο ότι η πρωθυπουργική ομιλία στη Νέα Υόρκη θα εστιάσει στον ρόλο της Ελλάδας για τη θαλάσσια ασφάλεια, με παραπομπές, έστω έμμεσα, στην Τουρκία δεδομένου ότι δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος της UNCLOS. Προηγήθηκαν «θετικές» αναφορές του για τις επαφές σε Βερολίνο και Ρώμη μέσα από την κυριακάτικη ανασκόπηση έργου.