Η κατάρρευση των γεννήσεων, η γήρανση και η άνιση κατανομή του πληθυσμού

Χωριά αργοπεθαίνουν, σχολεία κλείνουν, οι νέοι εγκαταλείπουν την ελληνική περιφέρεια, η οποία ως επί το πλείστον κατοικείται από γερασμένο πληθυσμό. Σύμφωνα με τις αναλύσεις του Ινστιτούτου Δημογραφικών Ερευνών και Μελετών (ΙΔΕΜ), καταγράφεται εξαιρετικά άνιση κατανομή του πληθυσμού και υπερσυγκέντρωσή του σε ένα εξαιρετικά περιορισμένο τμήμα της επικράτειας. Βάσει της Απογραφής του 2021, ένας στους δύο μόνιμους κατοίκους διαμένει σε 75 από τις 6.138 Δημοτικές Τοπικές Κοινότητες που καλύπτουν μόλις το 2% της επικράτειας και 8 στους 10 σε μόνον 710 από τους 13.589 οικισμούς της χώρας μας.

Αλλά και ο δείκτης γονιμότητας εμφανίζεται διαφοροποιημένος ανάλογα με την περιοχή. Το 2019, σύμφωνα με το ΙΔΕΜ, ο ετήσιος δείκτης γονιμότητας κυμαινόταν από 0,7 – στη Φωκίδα – έως 1,8 παιδιά ανά γυναίκα – στη Ζάκυνθο. Την ίδια στιγμή, ο μέσος εθνικός όρος ανερχόταν στο 1,3.

«Σε εθνικό επίπεδο τα άτομα αναπαραγωγικής ηλικίας (20-49 ετών) στην τελευταία απογραφή αποτελούν το 37,3% του συνόλου, στις Περιφερειακές Ενότητες το ποσοστό αυτό κυμαίνεται από 43,9% (στη Μύκονο) έως 28,5% (στην Ευρυτανία), ενώ ο Δήμος Θήρας έχει υπερδιπλάσιο πληθυσμό 20-49 ετών (44,5%) από αυτόν του Δήμου Κεντρικών Τζουμέρκων (20,9%) και λίγο περισσότερες γυναίκες από άνδρες στις αναπαραγωγικές ηλικίες σε αντίθεση με τον Δήμο Κεντρικών Τζουμέρκων όπου αντιστοιχούν 75 γυναίκες σε 100 άνδρες», αναφέρεται σε έκθεση του Ινστιτούτου.

Στο μεταξύ, σε επίπεδο χώρας το 29,5% του πληθυσμού είναι άνω των 60 ετών, ενώ το ποσοστό αυτό στην Περιφερειακή Ενότητας Ευρυτανίας είναι 43%, δηλαδή κατά 25 μονάδες υψηλότερο από το αντίστοιχο στην Περιφερειακή Ενότητα Μυκόνου, που είναι μόλις 18%.

Αρνητικό ισοζύγιο γεννήσεων – θανάτων

Οπως επισημαίνει σε επιστημονικό άρθρο του ο διευθυντής ερευνών του ΙΔΕΜ, Βύρων Κοτζαμάνης, οι πρόσφατες προβολές του πληθυσμού της Ελλάδας για το 2025-2050 συγκλίνουν στο ότι, με δεδομένο το μη αναστρέψιμο αρνητικό ισοζύγιο γεννήσεων – θανάτων, αν τα μεταναστευτικά ισοζύγια είναι μηδενικά, ο συνολικός πληθυσμός μας θα μειωθεί, ενώ οι 65 ετών και άνω θα είναι η μόνη ηλικιακή ομάδα που θα αυξηθεί. Ταυτόχρονα, τις αμέσως επόμενες δεκαετίες θα μειωθούν τόσο οι νέοι (0-19 ετών) όσο και ο πληθυσμός εργάσιμης ηλικίας (20-64 ετών).

«Οι προαναφερθείσες εξελίξεις μάς προβληματίζουν όλο και περισσότερο. Οι δημογραφικές εξελίξεις των τελευταίων δεκαετιών αποτυπώνονται, εκτός των άλλων, και στους ρυθμούς μεταβολής του συνολικού πληθυσμού και των μεγάλων ηλικιακών ομάδων, που έχουν επιφέρει την επιτάχυνση της δημογραφικής γήρανσης», σημειώνει ο Β. Κοτζαμάνης.

Συμπληρώνει δε, πως οι εξελίξεις αυτές οφείλονται κυρίως στη συρρίκνωση της διαγενεακής γονιμότητας και την επακόλουθη κατάρρευση των γεννήσεων μετά το 1980, καθώς όσες από τις προπολεμικές γενεές τεκνοποίησαν τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες έκαναν κατά μέσο όρο 2,2 παιδιά, αυτές που γεννήθηκαν γύρω από το 1960 έκαναν 2 παιδιά σε όλο και μεγαλύτερη ηλικία, και όσες γεννήθηκαν γύρω από το 1985 έφεραν στον κόσμο λιγότερα από 1,5 παιδιά ανά γυναίκα. «Η συρρίκνωση αυτή οδήγησε στη μείωση των γεννήσεων μετά το 1980, μια μείωση που επιταχύνθηκε την τελευταία δεκαπενταετία καθώς ο πληθυσμός των γυναικών σε ηλικία απόκτησης παιδιών μειώνεται ταχύτατα (και θα συνεχίσει να μειώνεται μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 2040). Ετσι, πάρα τη θετική συμβολή των αλλοδαπών (15% των γεννήσεων την τελευταία εικοσαετία), η μείωση των μετά το 1980 γεννήσεων οδήγησε στη μείωση αρχικά των 0-19 ετών, στη συνέχεια του νεανικού πληθυσμού παραγωγικής και αναπαραγωγικής ηλικίας (20-44 ετών) και τέλος των 45-64 ετών, επιτείνοντας ταυτόχρονα την αύξηση των 65+».

Εύη Σαλτού