Διχοτομήσεις στον μουσικό χώρο είχαμε και στο παρελθόν, π.χ. τη δεκαετία του ’80, μεταξύ των «ελληνοκεντριστών» του λεγόμενου Εντεχνου και των «ροκάδων» που αντιγράφοντας τη διεθνή ροκ σκηνή νόμιζαν ότι χειραφετούνται από την κυρίαρχη μεταδικτατορική μπότα του έντεχνου. Στα μουσικά και πολιτιστικά περιοδικά υπήρχαν στήλες φλογερής στοίχισης στη μια ή την άλλη επικράτεια και αποκαθήλωσης των απέναντι. Ηγεμονεύουσα δύναμη αυτών που θεωρούσαν το ροκ ως υλοποίηση του «αμερικάνικου τρόπου ζωής» ήταν η ΚΝΕ και απέναντί της είχαν συσπειρωθεί, εκτός των άλλων, και όλες οι συνιστώσες της αριστερής βεντάλιας. Υπήρχαν και κάποιοι έξυπνα ενδιάμεσοι, όπως οι Φατμέ που (ως ήταν λογικό) τους στέγαζε το πολυσυλλεκτικό ΠΑΣΟΚ.
Η ιδεολογική, αισθητική, ενδυματολογική και παραστασιακή σύγκρουση (εντελώς διαφορετική σκηνική παρουσία είχαν οι δύο μουσικές παρατάξεις) είχε και μια εσάνς ψυχροπολεμικού ανταγωνισμού. Οι θεωρητικοί της εποχής τις θεωρούσαν αντηχήσεις μιας βαθύτερης σύγκρουσης ανάμεσα στον πολιτιστικό ιμπεριαλισμό και τον εθνικό αυτοπροσδιορισμό. Πέρασαν τα χρόνια, οι νεοφώτιστοι γέρασαν, ανακάλυψαν μέσα τους το δημοτικό και το ρεμπέτικο και οι απέναντι, την μπαλάντα που άγγιζε τη ροκ και ποπ. Οι ταλαντούχοι εμπλούτισαν τη μουσική σκηνή. Οι μιμητές παρέμειναν αυτό που πάντα ήταν.
Σήμερα υπάρχουν πάλι οι μιμητές και οι δημιουργοί, αλλά οι διχοτομήσεις έχουν άλλες προφάσεις και άλλες εκφάνσεις. Διεθνείς συγκρούσεις (όπως το Ουκρανικό και το Μεσανατολικό) που γίνονται το όχημα για τις υφέρπουσες πολιτικές αντιδικίες. Πολλοί φανατικοί θέλουν να παίρνουν θέση ανάμεσα στους αντιμαχόμενους του πολεμικού πεδίου, αρκεί να μην κινδυνεύουν οι ίδιοι από κάποια αδέσποτη. Μπορούν έτσι να ταυτίζονται ελεύθερα και ανερμάτιστα με κάποια πλευρά, μπορούν να φανατίζονται και να ενοχοποιούν ανετότατα τους διαφωνούντες, αλλά με καλυμμένα τα μικροαστικά νώτα τους. Παρατηρείται, μάλιστα, ακραιφνείς φορείς μιας, υποτίθεται, ανοικτής και ακαθοδήγητης ελευθεροφροσύνης, όχι μόνο από τους χώρους της Αριστεράς αλλά και της Δεξιάς, να μπορούν να δικαιολογούν την πιο σκληρή λογοκρισία και απαγόρευση, ως μια ηθική πράξη που προφυλάσσει τους αθώους ακροατές ή θεατές του μιαρού έργου τέχνης, αλλά και τιμωρεί τους «αμαρτωλούς» καλλιτέχνες, τους δημιουργούς, συχνά με όρους φυλετισμού. Κατάγεσαι από εκεί, από αυτή τη χώρα, είσαι ένοχος. Τελεία. Εχει συμβεί με τη Ρωσία, συμβαίνει με το Ισραήλ. Οχι μόνο με τα βίαια επεισόδια στις ευρωπαϊκές πολιτιστικές σκηνές ή στην Εκθεση Βιβλίου της Θεσσαλονίκης, αλλά συνεχίζεται με στοχοποίηση καλλιτεχνών (η Γιουροβίζιον χαρακτηριστικό παράδειγμα) και ακόμα πιο σκληρά στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Δεν θυμάμαι κινητοποιήσεις απαγόρευσης καλλιτεχνών από τις ΗΠΑ (τις περιόδους των πολλών στρατιωτικών της επεμβάσεων) ή την Τουρκία (των επίσης πολλών δημοκρατικών εκτροπών και επεμβάσεων) ή το Σουδάν για το μακελειό με τους εκατοντάδες χιλιάδες εκατέρωθεν δολοφονημένους.
Μαζική κινητοποίηση για να ματαιωθούν συναυλίες του Μπρους Σπρίνγκστιν ή της λαϊκής Μαντόνα, την περίοδο του πολέμου Ιράκ ή του βομβαρδισμού της Γιουγκοσλαβίας. Και ευτυχώς. Ούτε φυσικά ο Ναζίμ Χικμέτ, ο Γιλμάζ Γκιουνέι, ο Ορχάν Παμούκ θεωρήθηκαν ποτέ εκπρόσωποι του τουρκικού μιλιταρισμού, ώστε να απαγορευτούν. Τα πολλά επεισόδια μιας «διορθωτικής» μέριμνας προς μια πραγματικότητα που παραμένει ακατάλληλη για ορισμένες ιδεολογικές κατασκευές είναι τα απλοϊκά (και τερατώδη) σχήματα υποδοχής είτε της γενικής κοινωνικής δυσφορίας (που εγκιβωτίζεται στο ρεύμα) είτε απλώς μιας απέχθειας προς το διαφορετικό ή προς το αποκλίνον. Την περίοδο της πιο έντονης δικαιωματικής διεκδικητικότητας, ανθούν παράλληλα και τα φαινόμενα μιας αποτρεπτικής, εξουθενωτικής προς «το άλλο», αντίληψης. Δεν είναι ανεκτή η άλλη άποψη. Ή ακόμα χειρότερα. Δεν γίνεται ανεκτή η καταγωγή! Ητοι, πρέπει να εξαφανιστεί.
Μπορεί κανείς να δει μέσα στον σοσιαλμιντιακό φανατισμό, αλλά και σε τμήμα της επώνυμης δημοσιογραφίας, μια συντετμημένη και απλοϊκή εκδοχή της «καταγωγής» ως ποιοτικού και πολιτικού προσδιοριστικού. Η καταγωγή γίνεται (ακόμα μία φορά στην Ιστορία) η πολιτική ταυτότητά σου…
Ο Δημήτρης Σεβαστάκης είναι καθηγητής
στη Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του ΕΜΠ