«Από εκεί που ήμασταν οι πιο επικίνδυνοι, φτάσαμε να γίνουμε οι πιο ακίνδυνοι»

Ο Αντώνης σήκωσε το τηλέφωνο και στην άλλη άκρη της γραμμής άκουσα μια φωνή χαρούμενη και ζεστή. Απολύτως πρόθυμος και ανοιχτός σε ό,τι του πρότεινα, συμφώνησε να έρθει στη γειτονιά μου για ένα brunch. Τον πήρα από τη στάση του μετρό. Ανεβήκαμε μαζί την ανηφόρα αγκομαχώντας. Μεγάλη η ανηφόρα και ζεστό εκείνο το μεσημέρι. Καθίσαμε και παραγγείλαμε. Παρότι προετοιμαζόμουν ώρες για τη συνέντευξη, τελικά δεν χρειάστηκε να τον ρωτήσω πολλά. Ξεκίνησε να μιλάει μόνος του, λες και με κάποιον τρόπο γνώριζε ήδη το πώς ήθελα να κατευθύνω την κουβέντα.

«Ημουν στα 30, ένας γκέι άντρας στην Αθήνα το 2008. Τότε ζούσα με έναν επίσης γκέι φίλο μου στο Γκάζι. Είχα έρθει από την επαρχία μετά από σπουδές και η ζωή μας ήταν ένα μόνιμο πάρτι με άπειρο σεξ. Λόγω της έντονης σεξουαλικής ζωής έκανα εξετάσεις ανά εξάμηνο. Είχα ήδη εξεταστεί δύο φορές και είχα βγει αρνητικός. Πίστευα – με μια αλαζονεία ίσως – ότι έτσι θα είναι και την τρίτη φορά, γιατί δεν είχα κάνει κάτι διαφορετικό ή επικίνδυνο. Ομως τα πράγματα έγιναν αλλιώς και για εμένα ήταν αιφνίδιο» λέει. Και συνεχίζει: «Ισως δεν είμαι το πιο τυπικό παράδειγμα οροθετικού, γιατί μέσα σε τρεις ημέρες συνέβησαν τα εξής: Πρώτον, απολύθηκα από τη δουλειά μου. Την αμέσως επόμενη, πήγα και παρέλαβα τα «θετικά» αποτελέσματα, όπου μου ανακοίνωσαν ότι πλέον είμαι φορέας του HIV. Και την τρίτη μέρα, με πήραν τηλέφωνο και μου ανακοίνωσαν ότι ο πατέρας μου πέθανε.

Το τελευταίο αυτό γεγονός δεν του άφησε περιθώριο να σκεφτεί τι του είχε συμβεί. Θυμάται πως πρακτικά και μόνο έπρεπε να μαζέψει τα πράγματά του και να ταξιδέψει στην Κάλυμνο για την κηδεία. Στο 24ωρο που μεσολάβησε μόλις που πρόλαβε να το ανακοινώσει στον συγκάτοικό του, ο οποίος στην αρχή σοκαρίστηκε και ύστερα από λίγο τού είπε: «Θυμάσαι που λέγαμε ότι κάτι θα γίνει και τελικά δεν θα πας στον στρατό; Ορίστε!». Μετά από τη συγκεκριμένη φράση, παραδέχθηκε πως όντως ίσως να ήταν ένας τρόπος να το δει «θετικά». «Το γεγονός του θανάτου του πατέρα μου δεν με άφησε να σκεφτώ τι μου συνέβη, πώς θα ζήσω από εδώ και πέρα, αν και κατά πόσο θα αλλάξει η ζωή μου. Ηρθε η απώλεια του γονιού να τα καλύψει όλα και να με κάνει να δω τον HIV ως κάτι εντελώς υποδεέστερο ή, τέλος πάντων, λιγότερο σημαντικό μπροστά στην απολυτότητα του θανάτου. Ισως αν όλα γίνονται για κάποιον λόγο, ο θάνατος του πατέρα μου ήρθε να μου δείξει ότι τίποτα δεν είναι πιο σημαντικό από αυτό. Ούτε καν ο HIV. Ο πατέρας μου ήταν άρρωστος και θα πέθαινε έτσι κι αλλιώς. Ομως, ο θάνατός του επήλθε εκείνη τη συγκεκριμένη ημέρα και έβαλε τα πράγματα στη σωστή τους διάσταση».  Η παραγγελία μας καταφθάνει και, αφού σερβιριζόμαστε, προσπαθώ να τον επαναφέρω στον ειρμό της σκέψης του. Τον ρωτώ αν γνωρίζει τον τρόπο με τον οποίο ο ιός τού μεταδόθηκε. «Ολοι οι οροθετικοί λίγο-πολύ ξέρουμε πώς κολλήσαμε. Συνήθως είναι από το σεξ. Στην πορεία συνειδητοποιείς ότι δεν έχει τόση σημασία το πώς και από ποιον, αλλά το τι θα κάνεις με τη ζωή σου τώρα που το έμαθες. Το να κοιτάς το παρελθόν δεν έχει κάποια χρησιμότητα. Κοιτάζεις το μέλλον και πώς θα ζήσεις με τον HIV» απαντά.

Ηθελα πολύ να μάθω τον τρόπο με τον οποίο του ανακοινώθηκε το αποτέλεσμα της εξέτασης και τα συναισθήματά του στο άκουσμά του. Εκείνος μου περιγράφει μια εμπειρία – θα έλεγα – τραυματική. «Η ανακοίνωση μου έγινε τότε με απαίσιο τρόπο. Ηταν μια γιατρός που ευτυχώς έχει φύγει από εκεί πια. Είχε έναν πολύ απότομο και κυνικό τρόπο να ανακοινώνει το αποτέλεσμα. Με ένα θα έλεγα τιμωρητικό ύφος. Και γι’ αυτό πρέπει να πω ότι ένας από τους στόχους του check point, όπου σήμερα μπορεί ο οποιοσδήποτε να πάει και να εξεταστεί, είναι να παράσχει την εξέταση για τον HIV, να ανακοινώνει το αποτέλεσμα και να κάνει συμβουλευτική σε ένα μη επικριτικό κλίμα».

Κάποια στιγμή με κοιτάζει χαμογελώντας και μου λέει: «Ο HIV τουλάχιστον έρχεται με bonus». Μάλλον το ύφος μου ήταν γεμάτο απορία και έτσι αρχίζει να μου εξηγεί: «Τα στάδια που περνάει ένας οροθετικός είναι: ο θυμός, η άρνηση και τέλος η διαπραγμάτευση-αποδοχή. Ηδη από την ημέρα της διάγνωσης προγραμματίστηκαν τα ραντεβού για τις αιμοληψίες και τις απανωτές εξετάσεις. Πήγα σε ψυχολόγο, ενώ παράλληλα μπήκα σε μια ρουτίνα παρακολούθησης. Λαμβάνεις ένα πακέτο ιατρικών παροχών εξαιρετικά εξειδικευμένων και όλα αυτά τα έχεις δωρεάν. Σε περνάνε λοιπόν από ένα κόσκινο και αυτό σύντομα για εμένα μετατράπηκε από βραχνάς σε κάτι θετικό. Εφευγα από τις εξετάσεις χαρούμενος γιατί έπαιρνα καλά νέα».

Δεδομένου του ότι η διάγνωση έγινε 15 χρόνια πριν, είναι λογικό να αναρωτιέμαι κατά πόσο άλλαξε η ζωή του, κοινωνικά, σε επίπεδο σχέσεων, φιλιών, αλλά και καθημερινότητας. Τον ρωτώ κι εκείνος μου λέει: «Το 2010 δεν ξέραμε ότι αν παίρνουμε φάρμακα δεν μεταδίδουμε τον ιό. Χαπακωνόμασταν κρυφά στην τουαλέτα στη δουλειά, ήμασταν φοβισμένοι. Επρεπε να περάσουν χρόνια, γιατί και εμείς και ο κόσμος ήταν χωρίς ενημέρωση. Ημασταν βαπτισμένοι ως ομάδα υψηλού κινδύνου! Τα πρώτα πέντε χρόνια μετά τη διάγνωσή μου και αφού το ανακοίνωσα στον κύκλο μου, η γκέι κοινότητα με πέταξε έξω. Ακουγα εκφράσεις όπως: “Φύγε μακριά μου!”, “Θες κρέμασμα!”, “Είσαι εγκληματίας!”. Κάποια στιγμή βρέθηκα με δυο φίλες μου για καφέ και ενώ ήμουν πολύ καλά εκείνες γύρισαν και μου είπαν “εσύ μπορεί να είσαι ΟΚ, αλλά εμείς είμαστε λυπημένες για αυτό που σου συμβαίνει”. Σήμερα, τόσο η ιατρική κοινότητα όσο και αρκετός κόσμος γνωρίζει ότι αν λαμβάνουμε σωστά την αγωγή μας δεν μεταδίδουμε τον ιό, ούτε καν με απροφύλακτη επαφή. Και αυτό ήταν κάτι που δεν σου κρύβω πως ούτε εγώ ο ίδιος το πίστεψα αυτόματα. Και αφού πέρασαν πολλά τεστ συντρόφων και γνωστών και αφού μελέτες το απέδειξαν επανειλημμένα το πιστέψαμε όλοι. Και πλέον φτάσαμε στη συνθήκη από εκεί που ήμασταν οι πιο επικίνδυνοι να γίνουμε οι πιο ακίνδυνοι. Αρκεί να το ξέρεις και να παίρνεις χάπια, γιατί πλέον αυτοί που δεν το ξέρουν είναι αυτοί που ως επί το πλείστον μεταδίδουν “άθελά τους”. Μόνο κάποιος που έχει περάσει από τη μία όχθη στην άλλη μπορεί να νιώσει το πριν, όπου φοβάσαι να μην κολλήσεις HIV, και το μετά, όταν τρέμεις να μην κολλήσεις άλλους».

Η αγωγή PrEP

Ο Αντώνης συνεχίζει το σκεπτικό του, δείχνοντας πόσο τον απασχολεί το συγκεκριμένο θέμα. «Εδώ και 10 χρόνια, ο Σύλλογος Οροθετικών Ελλάδος “Θετική Φωνή”, στον οποίο εργάστηκα για χρόνια, διεκδικεί την αγωγή PrEP στη χώρα μας. Εξακολουθούν να υπάρχουν αντιστάσεις και στην ιατρική κοινότητα, αλλά και στην κοινωνία. Υπάρχουν γιατροί που δεν μιλούν στους ασθενείς τους για την PrEP – την αγωγή δηλαδή που παίρνει οποιοσδήποτε δεν έχει HIV για να μη φοβάται ότι θα κολλήσει. Με τα αποτελέσματα της εφαρμογής της θεραπείας σε άλλες χώρες, οι νέες διαγνώσεις πέφτουν κατακόρυφα, ενώ τα τεστ αυξάνονται. Το δε τεστ είναι προϋπόθεση για να λάβει κανείς την αγωγή. Διεκδικούμε την PrEP στην Ελλάδα, γιατί υπάρχουν άνθρωποι που αναγκάζονται να την προμηθεύονται από το εξωτερικό για να έχουν μια σεξουαλική ζωή χωρίς φόβο. Γιατί λαμβάνοντας την αγωγή μπορείς να έχεις επαφές, όχι απλά όπως πριν, αλλά όπως ποτέ ξανά».

Οταν ένας άνθρωπος σου ανοίγεται τόσο πολύ, αναπόφευκτα η συζήτηση περνά σε επίπεδο που μπορεί να χαρακτηριστεί φιλικό. Ξεφεύγουμε για λίγο από τη ροή της συζήτησής μας και μιλάμε για τα προσωπικά μας. Και κάπου εκεί τον ακούω να μου λέει: «Τον μισό χρόνο μένω στην Αγγλία με τον σύζυγό μου, τον Μπεν». Μικρή παύση και χαμόγελο από μέρους μου. «Είσαι παντρεμένος;» τον ρωτώ. «Ναι!» μου αποκρίνεται. «Και αυτό είναι το δικό μου ευτυχισμένο τέλος!».

Φυσικά ζητώ να μάθω πώς τα πράγματα κατέληξαν εκεί. «Για χρόνια θεωρούνταν ότι η μοναδική ελπίδα για έναν οροθετικό ήταν να βρει έναν επίσης οροθετικό σύντροφο. Αυτό σε κάνει να νιώθεις καταδικασμένος και στην πράξη δεν λειτουργεί. Τη δική μου περίπτωση τη θεωρώ happy end, γιατί σε μια εποχή που γνωρίζαμε ότι δεν μεταδίδεις τον ιό όταν λαμβάνεις αγωγή αλλά δεν ήμασταν πεπεισμένοι για αυτό, εγώ ερωτεύτηκα έναν μη οροθετικό άνδρα. Γνωριστήκαμε καλοκαίρι σε διακοπές: εγώ του είπα ότι είμαι οροθετικός και εκείνος αρχικά σοκαρίστηκε. Του εξήγησα ότι δεν υπάρχει περίπτωση να κολλήσει. Αφού είχαμε ολοκληρώσει τη σχέση μας, εκείνος πήγε και εξετάστηκε. Βγήκε φυσικά αρνητικός. Ο Μπεν αποφάσισε να είναι μαζί μου και εγώ μαζί του. Εδώ και οκτώ χρόνια είμαστε μαζί. Μου ζήτησε να παντρευτούμε και έκτοτε ζούμε μαζί, μισό χρόνο στην Αγγλία και τον υπόλοιπο χρόνο στην Ελλάδα». Η συζήτησή μας δεν τελείωσε εκεί. Είπαμε κι άλλα πολλά, περισσότερο προσωπικά και εσωτερικά, που δεν αποτυπώνονται στο χαρτί της εφημερίδας. Ο Αντώνης με κατέπληξε με το λέγειν του, με τον αυθορμητισμό του, με τη συγκρότηση της σκέψης του. Με το πόσο συνειδητοποιημένος ήταν για όσα έχει κάνει και ζήσει. Επειτα από μία τρίωρη συζήτηση, κατευθυνθήκαμε ξανά προς το μετρό. Στον δρόμο τον ρώτησα πότε σκοπεύει να πάει στην Αγγλία να δει τον Μπεν και εκείνος μου απάντησε πως ήδη ετοιμάζουν ένα κοινό ταξίδι στην Ευρώπη. Φτάσαμε στην αποβάθρα: τον φίλησα σταυρωτά και τον ευχαρίστησα για όσα μου εκμυστηρεύθηκε. Είπε πως χάρηκε που με γνώρισε – και το πιστεύω. Ανανεώσαμε το ραντεβού μας για ένα ποτό, αυτή τη φορά χωρίς μαγνητόφωνα.

Ανεβαίνοντας προς το σπίτι, ένιωσα ευγνώμων που μέσα από τη δουλειά μου μού δίνεται η ευκαιρία να γνωρίζω τέτοιους ανθρώπους. Και να τους δίνω βήμα.