Κάντε ένα ταξίδι πίσω στον χρόνο. Σκεφτείτε πως είστε μαθητές, εκεί γύρω στα μέσα ή στα τέλη του ’80 ή και στις αρχές του ’90 και παραγγέλνετε σουβλάκι. Κι αίφνης ο σουβλατζής σάς λέει πως αυτό κοστίζει 1.500 δραχμές. Πώς ακριβώς θα αντιδρούσατε; Θα το παίρνατε ως αστείο μάλλον. Κι όμως. Αυτές τις μέρες διέρρευσαν δημοσιεύματα, αλλά και η ίδια η αγορά το καταγράφει σε ορισμένα τουριστικά μέρη, πως το μέσο σουβλάκι με πίτα θα αγγίξει τα πέντε ευρώ. Τόσο θα κοστίζει ένα απλό σουβλάκι ακόμη κι αν είναι γαρνιρισμένο με όλα αυτά τα νέα μοντέρνα υλικά των σος. Και δεν μιλώ για κουτοπονηριές που ήδη ισχύουν σε νησιά όπου σουβλάκι σού λένε πως είναι μια μερίδα με ολίγη από πατάτες.
Μα θα μου πει κάποιος: συγκρίνεις τιμές, αγοραστικές δυνάμεις και κοινωνίες μέσα σε περίπου τέσσερις δεκαετίες; Προφανώς επί δραχμής ήταν άλλο το βιοτικό επίπεδο. Προφανώς το σουβλάκι κόστιζε φθηνότερα. Προφανώς η ίδια η δραχμή δεν είχε τις αντοχές ή την ανθεκτικότητα ή ακόμα και την αξία του ευρώ. Ωραία όλα θα πω, αλλά υπάρχει ένα άλλο πρόβλημα σημερινό το οποίο λέγεται πληθωρισμός. Ηδη από το 2021 η κυβέρνηση αυτή και συγκεκριμένα στελέχη της έλεγαν στην τότε ΔΕΘ, αν θυμάστε, πως το πρόβλημα θα είναι παροδικό και τέλος πάντων θα περάσει. Εννοώ η ακρίβεια. Καλά πήγε αυτό. Εχουμε διανύσει μία πενταετία γεμάτη. Οι τιμές είναι όχι απλώς υψηλές, αλλά συνεχώς ανεβαίνουν. Και από την άλλη δεν δείχνουν οι μηχανισμοί του κράτους σε καμία περίπτωση να παρεμβαίνουν ή να ελέγχουν κάπως έστω την αγορά.
Ακόμα και εκείνο το περίφημο καλάθι του νοικοκυριού δεν νομίζω πως πήγε και τόσο καλά και από την άλλη βασικά μέσα διατροφής παραμένουν ακριβά. Το καθημερινό σουπερμάρκετ έχει γίνει extreme sport. Το σουβλάκι πάλι, το καθημερινό λαϊκό είδος του Νεοέλληνα, θα γίνει γκουρμέ. Και πιθανώς σύντομα θα κατατάσσεται στα πιο ακριβά φαγητά των εστιατορίων. Σε λίγο οι άνθρωποι που κόβουν τον γύρο στα σουβλατζίδικα ή που τυλίγουν τις πίτες θα είναι ντυμένοι με εκείνα τα περίφημα μαύρα πουκάμισα των σεφ – διά χειρός Μάκη Τσέλιου – και τα σουβλατζίδικα θα αρχίσουν κι εκείνα να γίνονται απρόσιτα ή μέρη πολυτελείας για τον απλό λαϊκό κόσμο. Οι επαγγελματίες του είδους αναλύουν πως είναι τέτοιο το κόστος των υλικών – από το λάδι μέχρι τις χαρτοπετσέτες – και των καθημερινών εξόδων ενός απλού σουβλατζίδικου που η αύξηση είναι αναπόφευκτη. «Πάμε για κάνα σουβλάκι;», θα ρωτάτε την παρέα. «Είσαι τρελός; Δεν πάμε καλύτερα για σούσι;» θα απαντούν.