
Την πρώτη ημέρα της εκεχειρίας μεταξύ Ισραήλ και Χαμάς, στις 19 του περασμένου Ιανουαρίου, περίπου 400.000 άνθρωποι, εκτοπισμένοι από τη βόρεια Γάζα, πήραν τον δρόμο της επιστροφής. Παρότι οι δρόμοι ήταν αδιάβατοι. Παρότι ήξεραν ότι το σπίτι που άφησαν πίσω μάλλον δεν θα υπήρχε πια (7 στα 10 κτίρια στη λωρίδα, συνολικά, έχουν καταστραφεί ή ισοπεδωθεί) και ο τόπος που θα έβρισκαν ήταν μια έρημη γη, με τα δίκτυα ύδρευσης διαλυμένα, το έδαφος νεκρωμένο ύστερα από εκατομμύρια τόνους βομβών που είχε δεχθεί και τις συνθήκες της ζωής που τους περίμεναν, χειρότερες ακόμη κι από εκείνες των πρόχειρων, άθλιων καταυλισμών που τους φιλοξενούσαν στον νότο.
Εκείνες οι εικόνες της, με κάθε μέσο, επιστροφής, έγραφε τότε ένας αρθρογράφος ισραηλινής εφημερίδας, είναι η απόδειξη πως, αν ο πόλεμος στη Γάζα συνεχίζεται για να «πεισθούν» οι κάτοικοί της να αδειάσουν τη λωρίδα, να μετοικήσουν κάπου αλλού, τότε είναι μια σφαγή στο όνομα ενός ανέφικτου στόχου.
Γιατί διακόπηκε, λοιπόν, με μια καταιγίδα αεροπορικών βομβαρδισμών η εκεχειρία πριν μπει στη δεύτερη φάση της; Γιατί εγκαταλείφθηκαν οι τελευταίοι προς ανταλλαγή όμηροι στα χέρια της Χαμάς; Για ποιο σκοπό, με ποιο στόχο συνεχίζεται με τέτοια αγριότητα ο πόλεμος;
Σε μια πρόσφατη δημοσκόπηση, της περασμένης Παρασκευής, το 55% των Ισραηλινών πιστεύει ότι ο στόχος του Νετανιάχου σε αυτόν τον πόλεμο είναι να διατηρηθεί ο ίδιος στην εξουσία. Μια αντίστοιχη πλειοψηφία του αποδίδει την πρόθεση να επικαλεστεί κατάσταση έκτακτης ανάγκης ώστε να αναβάλει τις προσεχείς εκλογές, που όλα δείχνουν ότι δεν θα μπορούσε να κερδίσει ώστε να συνεχίσει να έχει ασυλία απέναντι στις δικαστικές του περιπέτειες. Και μόνον το 36% πιστεύει ότι στόχος του είναι να επιστρέψουν οι όμηροι ή να συντριβεί η Χαμάς. Επισήμως, ο στόχος αναγγέλθηκε ότι είναι η κατάληψη της Γάζας, ώστε να τεθεί ξανά, υπό τον στρατιωτικό έλεγχο του Ισραήλ. Αλλά και αυτός ο στόχος έχει μικρή υποστήριξη από την ισραηλινή κοινή γνώμη (την ιδέα υποστηρίζει μόνον ένας στους τρεις Ισραηλινούς, από 40% πέρυσι, σύμφωνα με έρευνα της Pew). Και η υποστήριξή της από τη στρατιωτική ηγεσία ήταν εξαρχής πολύ επιφυλακτική.
Κι έτσι, αυτή η «πιο σκληρή φάση του πολέμου», όπως ο Νετανιάχου την έχει βαφτίσει, χωρίς ορατό τέλος στον ορίζοντα, έχει φέρει τα πράγματα σε κάτι που μοιάζει με απόλυτο αδιέξοδο. Ο παλαιστινιακός πληθυσμός, που δεν έχει μόνον τις βόμβες να αντιμετωπίσει πια αλλά κι έναν συστηματικό, σχεδιασμένο, εξοντωτικό λιμό, πληρώνει ένα ανυπόφορα υψηλό τίμημα. Το Ισραήλ πληρώνει ένα πολιτικό κόστος, διεθνώς απομονωμένο, έχοντας αποξενώσει παραδοσιακούς υποστηρικτές και φίλους του, με κίνδυνο, όπως είπε ένας ηγέτης της αντιπολίτευσης, να μετατραπεί σε «κράτος-παρία». Και η Ευρώπη είναι υποχρεωμένη να αντιδράσει.
Η δυτική κοινή γνώμη εκτίθεται ελάχιστα στις εικόνες του λιμού στη Γάζα, στο αληθινό πρόσωπο της φρίκης, αφού τα μέσα ενημέρωσης εξακολουθούν να μην έχουν άδεια να είναι παρόντα. Μα, έστω κι έτσι, η αντίδραση στην κυνική χρήση της πείνας ως όπλου σε έναν πόλεμο που στρέφεται κατά ευάλωτων αμάχων φουντώνει.
Και όλα τα κάνει χειρότερα, ηθικά ανυπόφορα, η υποψία ότι παρακολουθούμε μια σφαγή που οργανώνεται για μια ιδιοτελή εσωτερική σκοπιμότητα μιας ηγεσίας που θυσιάζει τη χώρα της για την πολιτική της επιβίωση. Και η ήττα της οποίας μοιάζει να είναι η προϋπόθεση για να αποκτήσει ρεαλιστική υπόσταση μια κάποια προοπτική βιώσιμης λύσης.
Κάπως έτσι, χώρες που ήταν πάντα στο πλευρό του Ισραήλ, όπως η Βρετανία, ο Καναδάς, η Γαλλία ή η Ισπανία βρέθηκαν να το απειλούν με κυρώσεις. Μια πλειοψηφία μεταξύ των ευρωπαίων υπουργών Εξωτερικών έχουν δεχθεί την ολλανδική πρόταση να μπει στην ατζέντα η αναστολή της συμφωνίας σύνδεσης Ισραήλ – Ευρώπης. Η Ελλάδα δεν θα περίμενε κανείς να ηγείται των αντιδράσεων. Αλλά θα ήταν απαράδεκτο – και επικίνδυνο – να συνεχίσει να απέχει. Πρέπει να βρει τον τρόπο να διαχωρίσει τη σχέση της με το Ισραήλ από την υποστήριξη σε μια ηγεσία, που απομονώνεται διεθνώς.
Η στρατηγική σχέση με το Ισραήλ έχει βάθος, συνδέεται με ζωτικά εθνικά συμφέροντα και έχει άλλωστε τη συναίνεση και των τριών παρατάξεων που κυβέρνησαν τη χώρα. Αλλά η Ελλάδα παραμένει «έθνος πολύ μικρό ώστε να διαπράξει τόσο μεγάλη ατιμία». Δεν είναι ηθική αξίωση, απλώς. Είναι ένας ρεαλιστικός υπολογισμός του εθνικού συμφέροντος, που υπαγορεύει το τέλος της σιωπής.