Ολγα Νάσση: «Υπάρχουν λύσεις για τη στεγαστική κρίση»

Η Ολγα Νάσση είναι ανθρωπολόγος και δη ειδική σε θέματα στέγασης. Το δε θέμα με το οποίο ασχολείται σοβαρά και βαθιά εδώ και χρόνια είναι από τους κορυφαίους γρίφους σήμερα. Τα υψηλά ενοίκια και το ρεύμα του airbnb όχι απλώς δυσκολεύουν νέους και μη ανθρώπους από το να βρουν σπίτι. Μα τους αποτρέπουν από το να κάνουν μέχρι και οικογένεια. Τα ενοίκια που έχουν φτάσει στον Θεό, έχουν επίσης γλυκόπικρα γίνει θέμα σε σατιρικές σελίδες, ενώ συχνά μετατρέπονται σε πεδίο πολιτικής αντιπαράθεσης ή και συνεδρίων και ημερίδων διαφόρων ειδικών. Η Ολγα Νάσση παραθέτει τις δικές της σκέψεις πάνω στο πολύπλοκο ζήτημα της στέγης και μας δίνει και μια καλή εικόνα από ευρωπαϊκά παραδείγματα.

Πού εντοπίζετε εσείς σήμερα το πρόβλημα της στέγης στην Αθήνα και εν συνόλω στην Ελλάδα;

Στην Ελλάδα – και ιδιαίτερα στην Αθήνα – το στεγαστικό πρόβλημα είναι πλέον δομικό: 1 στα 3 νοικοκυριά δαπανά πάνω από το 40% του εισοδήματός του για στέγη, ενώ 1 στα 2 δυσκολεύεται να πληρώσει ενοίκιο, δάνειο ή λογαριασμούς. Πρόκειται για τη σοβαρότερη στεγαστική κρίση στην ΕΕ. Και άλλες χώρες της ΕΕ αντιμετωπίζουν προβλήματα – οι αιτίες είναι κοινές: η μετατροπή της κατοικίας σε εμπόρευμα, η απορρύθμιση της αγοράς ενοικίων και η χρηματιστικοποίηση. Η νεοφιλελεύθερη διαχείριση των πόλεών μας και ο υπερτουρισμός οξύνουν περαιτέρω το πρόβλημα. Η ιδιαιτερότητα της Ελλάδας είναι η παντελής έλλειψη ρυθμίσεων και πλαίσιο δημόσιας κατοικίας, κάτι που επηρεάζει τον μέσο όρο δαπανών. Και ιδιαίτερα τα φτωχότερα στρώματα δεν έχουν εναλλακτική.

Γιατί κατά τη γνώμη σας έχουν ανέβει τόσο τα ενοίκια και ποια λύση θα προτείνατε;

Η κυβέρνηση ενισχύει τη ζήτηση, για παράδειγμα, επιδοτώντας στεγαστικά δάνεια μέσω τραπεζών, αντί να παρέμβει στην προσφορά προσιτής και αξιοπρεπούς κατοικίας. Επιπλέον δεν υπάρχει καμία ουσιαστική αξιοποίηση και κοινωνικοποίηση των χιλιάδων κατοικιών σε αδράνεια – από τα υψηλότερα ποσοστά στην ΕΕ (34,5%). Από την άλλη, η ζήτηση αυξάνεται διαρκώς και λόγω επενδύσεων από χρηματοπιστωτικούς ομίλους, είτε για airbnb είτε για κερδοσκοπικούς σκοπούς. Η λύση βρίσκεται σε εντελώς διαφορετική κατεύθυνση: άμεση εφαρμογή πλαφόν στα ενοίκια και, σε βάθος χρόνου, ανάπτυξη θεσμοθετημένης μη κερδοσκοπικής κοινωνικής κατοικίας.

Εχετε εμπειρία από την Ευρώπη, π.χ. από την Ιταλία και μεγάλες πόλεις έξω. Αναφερθήκατε μόλις. Και εκεί, ως γνωστόν, η στέγη είναι κυρίαρχο θέμα και πολύ περισσότερο για τους νέους. Ποιο θετικό παράδειγμα θα μας φέρνατε για να αντιμετωπιστεί και εδώ το πρόβλημα;

Στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες υπάρχει ένα πλαίσιο κοινωνικής κατοικίας, καθώς και ενώσεις ενοικιαστών και κατοίκων που συμμετέχουν ενεργά στις διαπραγματεύσεις για τη διαμόρφωση της στεγαστικής πολιτικής – όπως τα συνδικάτα για τους μισθούς. Και επειδή και τα δύο ισχύουν για πολλές δεκαετίες, υπάρχει μια παράδοση και πλούσιες εμπειρίες. Η Βιέννη αποτελεί ενδεικτικό παράδειγμα: διαθέτει μεγάλο απόθεμα μη κερδοσκοπικής κατοικίας, που στεγάζει πάνω από το 60% των κατοίκων με ελεγχόμενα ενοίκια. Οι κατοικίες αυτές δεν αποτελούν γκέτο, αλλά είναι ενσωματωμένες στον αστικό ιστό. Παρά την επιτυχία του μοντέλου, ακόμη και εκεί υπάρχουν σήμερα πιέσεις από την αγορά. Οσον αφορά τη νέα γενιά, υπάρχουν παραδείγματα που προσφέρουν στεγαστική ασφάλεια: η Cooperativa 2000 στη Ρώμη, το De Torteltuin στο Αμστερνταμ έδωσαν απαντήσεις στη στέγαση των νέων μέσω συνεταιριστικών μοντέλων, τα οποία έχουν αποδειχθεί ανθεκτικά και βιώσιμα, ακόμη και σε περιόδους κρίσης. Στην Ελλάδα η συνεταιριστική κατοικία παραμένει άγνωστη στο ευρύ κοινό και θεωρώ ότι αξίζει μεγαλύτερη προσοχή, χωρίς ιδεολογικές προκαταλήψεις.

Την ίδια ώρα που οι πλατφόρμες σαν το airbnb μοιάζουν να επιταχύνουν ή να σταθεροποιούν τη στεγαστική κρίση με υψηλά ενοίκια, είναι και μια ανάσα για το εισόδημα ενός μέρους πολλών μικροϊδιοκτητών διαμερισμάτων. Αυτό πώς το απαντάτε;

Στα χρόνια της κρίσης, πολλοί μικροϊδιοκτήτες βοηθήθηκαν από το airbnb για τη στήριξη του οικογενειακού τους εισοδήματος. Τώρα όμως η εικόνα έχει αλλάξει και παρατηρείται μια τάση συγκέντρωσης της ιδιοκτησίας στα χέρια εταιρικών μεγαλοϊδιοκτητών, οι οποίοι όμως αποφεύγουν όλες τις ρυθμίσεις – εργασιακές, υγειονομικές, φορολογικές – που ισχύουν για τα ξενοδοχεία. Μια ολιστική προσέγγιση θα μπορούσε να διακρίνει τους προγραμματικούς μικροϊδιοκτήτες από την επιχειρηματική δραστηριότητα. Απαραίτητη είναι η απαγόρευση της βραχυχρόνιας μίσθωσης στα νομικά πρόσωπα, έλεγχος μέσω αδειοδοτήσεων και αυστηρός περιορισμός στις περιοχές όπου υπάρχει στεγαστική πίεση. Κάτι που δεν υπάρχει στην Ελλάδα.

Τι επίπτωση έχουν τα υψηλά ενοίκια στην ίδια την ταυτότητα μιας πόλης; Μιλήστε μας και ως κοινωνική ανθρωπολόγος.

Οι πλατφόρμες και οι χρηματοπιστωτικοί όμιλοι δεν δημιουργούν νέες αξίες, αντιθέτως ξεζουμίζουν τις υπάρχουσες που συνθέτουν και τον πολιτισμικό ιστό των πόλεών μας. Μακροπρόθεσμα υπομονεύουν ακόμη και την τουριστική αξία των συνοικιών που γίνονται λιγότερο ελκυστικές με την έξοδο των παλιών κατοίκων, των εμπορικών και πολιτιστικών δραστηριοτήτων. Και όλα αυτά χωρίς να έχουν οι κάτοικοι καμία φωνή. Ο Ivan Illich έλεγε: «Πες μου πώς κατοικείς, να σου πω ποιος είσαι». Το σπίτι δεν είναι μόνο τοίχοι και τούβλα, είναι η αντανάκλαση της ταυτότητάς μας, των αναγκών μας, των σχέσεών μας. Είναι ο τρόπος με τον οποίον υπάρχουμε στον κόσμο. Οταν αυτό υπονομεύεται, πλήττεται η αξιοπρέπεια του ανθρώπου και του περιβάλλοντός του. Σε πολλές γλώσσες, το «κατοικώ» και το «ζω» είναι έννοιες αλληλένδετες – και αυτό δεν είναι τυχαίο.

Ποιος έχει την κύρια ευθύνη για το στεγαστικό; Ο δήμος, η κυβέρνηση; Τι μπορούν να κάνουν;

Το κεντρικό κράτος οφείλει να θέσει το θεσμικό πλαίσιο και να εξασφαλίσει τους πόρους, αλλά η υλοποίηση – για να είναι αποτελεσματική και βιώσιμη – πρέπει να γίνεται με δημοκρατικές διαδικασίες, με τη συμμετοχή των δήμων και των ίδιων των κατοίκων. Στην Ελλάδα, οι δήμοι μέχρι σήμερα δεν έχουν ούτε την αρμοδιότητα ούτε τους πόρους για να διαμορφώσουν ουσιαστικές παρεμβάσεις. Για παράδειγμα, στην Αυστρία, η Βιέννη διαθέτει το 80% του δημόσιου προϋπολογισμού για τη στέγαση, και διαχειρίζεται το αποθεματικό της με ενίσχυση από το κεντρικό κράτος. Οι λύσεις υπάρχουν· απαιτείται πολιτική βούληση και κοινωνική κινητοποίηση.