Ευρωπαϊκή άμυνα και η Τουρκία

H ΕΕ κινείται σε έντονους ρυθμούς ενίσχυσης των στρατιωτικών της δυνατοτήτων. Η πολιτική συμφωνία του ευρωπαϊκού σχεδίου επανεξοπλισμού αποκτάει σάρκα και οστά με τις εξελισσόμενες διαπραγματεύσεις για τον «υπερεθνικό» πυλώνα χρηματοδότησης (SAFE) της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας, ύψους 150 δισ. ευρώ. Ενα σημείο προβληματισμού και αντιπαράθεσης είναι η συμμετοχή τρίτων χωρών στο πρόγραμμα, με την Ελλάδα να προσπαθεί να αποτρέψει τη συμμετοχή της Τουρκίας, κάτι που φαντάζει αρκετά δύσκολο.

Για να καταλάβουμε τις λεπτές ισορροπίες πίσω από τις διαπραγματεύσεις, χρειάζεται να αναφέρουμε τα εξής:

Πρώτον, το SAFE δεν εμπίπτει στο αυστηρά διακυβερνητικό – επί τη βάσει της αρχής της ομοφωνίας – πλαίσιο. Καίτοι συνδέεται με την άμυνα, όπου η ομοφωνία είναι ο κατ’ εξοχήν κανόνας λήψης αποφάσεων, το SAFE είναι ένα χρηματοδοτικό εργαλείο για κοινή προμήθεια αμυντικού εξοπλισμού. Η νομική βάση του είναι το Αρθρο 122 ΣΛΕΕ, καθώς η Επιτροπή θεωρεί ότι υφίσταται μια «εξαιρετική» κατάσταση, η οποία επιτάσσει επείγουσες και μαζικές αμυντικές επενδύσεις. Το άρθρο αυτό παρακάμπτει τη δυνατότητα επίκλησης του δικαιώματος της αρνησικυρίας και έχει χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν, μεταξύ άλλων, για την αντιμετώπιση του Μεταναστευτικού (2016) και των οικονομικών συνεπειών της πανδημίας (2020 και 2022).

Δεύτερον, η χρήση του Αρθρου 122 ΣΛΕΕ έχει το πλεονέκτημα της ταχύτητας, αλλά και το μειονέκτημα αδρανοποίησης και εκτόπισης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου από τη διαδικασία λήψης απόφασης. Πέρα από τα προβλήματα που συνδέονται με την έλλειψη νομιμοποίησης του όλου εγχειρήματος, η Ελλάδα χάνει έναν σύμμαχο που παραδοσιακά καταδικάζει τη γείτονα χώρα και που ενδεχομένως να διαδραμάτιζε καταλυτικό ρόλο στις διαπραγματεύσεις. Επιπροσθέτως, η μη εμπλοκή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου μειώνει τα χρονικά περιθώρια διαπραγμάτευσης της Αθήνας με τους εταίρους της, καθώς η απόφαση του Συμβουλίου θα σημάνει το τέλος των ζυμώσεων.

Τρίτον, η πρόταση της Επιτροπής για το SAFE, που δημοσιεύτηκε τον Μάρτιο, ανέφερε ότι δύναται να συναφθούν διμερείς ή πολυμερείς συμφωνίες με ομονοούντες εταίρους ή με τρίτες χώρες με τις οποίες η ΕΕ έχει ήδη υπογράψει εταιρική σχέση ασφάλειας και άμυνας. Αν και ουσιαστικά απέδιδε σε κάθε υποψήφια προς ένταξη χώρα την ταυτότητα του ομονοούντος εταίρου, υπήρχε μια κάποια δικλίδα ασφαλείας που θα μπορούσε ενδεχομένως η Ελλάδα να αξιοποιήσει, αναδεικνύοντας τον επαμφοτερίζοντα γεωπολιτικό ρόλο της Τουρκίας. Ωστόσο, στην τελευταία έκδοση του κειμένου, ο όρος «ομονοών εταίρος» όχι μόνο δεν έχει διασαφηνιστεί, αλλά έχει σχεδόν εξαφανιστεί, γεγονός που μειώνει σημαντικά το εύρος των ελληνικών κινήσεων.

Υπάρχουν δυνατότητες βελτίωσης του τελικού αποτελέσματος; Η προσπάθεια πρέπει μάλλον να επικεντρωθεί στον τρόπο υλοποίησης του SAFE με την προσθήκη στο τελικό κείμενο ουσιαστικών – νομικά δεσμευτικών – αναφορών στο Αρθρο 212 ΣΛΕΕ (οικονομική, χρηματοοικονομική και τεχνική συνεργασία με τρίτες χώρες) και 218 ΣΛΕΕ. Με αυτόν τον τρόπο επαναφέρεται η ομοφωνία στο τραπέζι με πλάγιο τρόπο, καθώς εντάσσει – σε δεύτερο χρόνο – την όποια μελλοντική συμφωνία με την Τουρκία στην κατηγορία των δράσεων συνεργασίας με χώρες υποψήφιες προς ένταξη, οι οποίες απαιτούν ομοφωνία. Επί της παρούσης, και αυτή η επιδίωξη της ελληνικής πλευράς φαίνεται ότι καταλήγει στο κενό. Παράλληλα, στο υπό διαπραγμάτευση κείμενο εξακολουθούν να υπάρχουν διατάξεις που αποκλείουν μερικώς τη συμμετοχή βιομηχανίας τρίτης χώρας που «αντιβαίνει στα συμφέροντα ασφάλειας και άμυνας της Ενωσης ή των κρατών-μελών της». Τουλάχιστον η διατήρηση αυτών των διατάξεων είναι κρίσιμη, προκειμένου η Ελλάδα να μπορεί να τις επικαλεστεί για να ανορθώσει εμπόδια στην ευρωπαϊκή χρηματοδότηση της τουρκικής στρατιωτικής βιομηχανίας. Για να αποφευχθεί αυτή η δυσοίωνη εξέλιξη απαιτείται διαρκής εγρήγορση, αλλά και επένδυση σημαντικού πολιτικού και διπλωματικού κεφαλαίου.

Ο Σπύρος Μπλαβούκος είναι καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και επικεφαλής Ευρωπαϊκού Προγράμματος Αριάν Κοντέλλη του ΕΛΙΑΜΕΠ και ο Πάνος Πολίτης Λάμπρου είναι βοηθός ερευνητής στο ΕΛΙΑΜΕΠ