Ποια Αθήνα;

Την περασμένη εβδομάδα ανακοινώθηκε το κλείσιμο του βιβλιοπωλείου «Επί λέξει» της οδού Ακαδημίας. Ο λόγος, βέβαια, οικονομικός. Η αύξηση του ενοικίου που κάνει απαγορευτική τη συνέχεια της λειτουργίας μιας επιχείρησης σχετικής με έναν κλάδο που, εδώ και κάποια χρόνια, ταλανίζεται χωρίς μάλιστα προοπτική επανάκαμψης: το βιβλίο. Ποιος διαβάζει σήμερα; Στην τελευταία έρευνα της ΟΣΔΕΛ (Οργανισμός Συλλογικής Διαχείρισης Εργων του Λόγου) ένας στους τρεις Ελληνες δεν διαβάζει ούτε ένα βιβλίο τον χρόνο. Και επίσης ένας στους τρεις από ένα έως τέσσερα το πολύ. Μου τα έλεγε προχθές και φίλη εκδότρια. «Δεν βγαίνουμε πια».

Ωστόσο, το θέμα μου δεν είναι αυτό ακριβώς. Ούτως ή άλλως πότε οι Ελληνες διαβάζαμε πολύ; Πώς να καλλιεργηθεί κουλτούρα ανάγνωσης σε μία χώρα που μέχρι πριν από εκατό χρόνια το ποσοστό των αναλφάβητων ήταν πάνω από το 50%; Αυτό που, για άλλη μια φορά, με εντυπωσίασε, ήταν ο διαδικτυακός θρήνος που ξέσπασε όταν ανακοινώθηκε το κλείσιμο του βιβλιοπωλείου. Οι συνήθεις οδυρμοί ότι η Αθήνα αλλάζει όψη, ότι γίνεται τουριστικό πάρκο, ότι δεν προνοούμε ώστε να διατηρηθούν τα στέκια που ορίζουν της ταυτότητα μιας πόλης, ξεφεύγει πού και πού και κανένα «Δεν υπάρχει κρατική μέριμνα». Δηλαδή τι κρατική μέριμνα να υπάρξει στην προκειμένη περίπτωση; Ενα κατάστημα, οποιοδήποτε κατάστημα, το συντηρούν οι πελάτες του. Και όταν η πελατεία συρρικνώνεται και το ταμείο φυραίνει, το κλείσιμο είναι μονόδρομος. Ναι, ξέρω. Τα ενοίκια έχουν ανέβει στα ύψη. Αλλά έχω την εντύπωση ότι αν ένα μαγαζί μετακομίσει σε μια περιοχή με χαμηλότερα ενοίκια, το κοινό του θα το ακολουθήσει. Φτάνει να έχει κοινό. Και αναρωτιέμαι πόσο κοινό μπορεί να έχει σήμερα ένα βιβλιοπωλείο.

Πόσοι λοιπόν από αυτούς που ολοφύρονται για το κλείσιμο του «Επί λέξει» το επισκέφθηκαν τους τελευταίους μήνες – μην πω τα τελευταία χρόνια; Ποια ήταν η τελευταία φορά που είχαν δει ταινία στο «Ιντεάλ» οι περισσότεροι από αυτούς που, πέρυσι, έκλαιγαν έξω από την κλειστή πόρτα του; Και από πότε είχαν να φάνε στο παρακείμενο και ομώνυμο εστιατόριο όσοι σπάραζαν, πριν κάποια χρόνια, για το τέλος του; Ή τι έκαναν, τι κάναμε δηλαδή, για να «σωθεί» το ιστορικό «Κεντρικό»; Ο,τι κάναμε και για το «Αιγαίο» όταν βγάλαμε τους λουκουμάδες από τη διατροφή μας για να στραφούμε στα sugar free και gluten free γλυκά. Και μετά αναμασούσαμε τις αναμνήσεις μας από τότε που μας πήγαιναν στο «Αιγαίο», μετά το Μινιόν. Πότε αγοράσαμε για τελευταία φορά κλωστές, φερμουάρ και κουμπιά ώστε να έχουμε την απαίτηση να μην κλείσει ο «Καλυβιώτης» και τα «κουμπάδικα» της Καραγεώργη Σερβίας προκειμένου να τροφοδοτούμε τη νοσταλγία μας; Και θυμάμαι έναν φίλο που κάθε φορά που τον τραβούσα στα μπακαλιαράκια (την ταβέρνα του Δαμίγου στην οδό Κυδαθηναίων) μουρμούριζε κάτι για το σέρβις. Τι σέρβις, βρε αγάπη μου, σε μία ταβέρνα που έχει ξεπεράσει τα 150 χρόνια λειτουργίας; Εκλαιγε όμως (κυριολεκτώ) όταν μου τηλεφώνησε για να μου πει ότι ο Δαμίγος έκλεισε.

Εχω την εντύπωση ότι αντιδρούμε στο να γίνει η Αθήνα ένα τουριστικό, θεματικό πάρκο αλλά, συγχρόνως, θέλουμε να παραμείνει ένα πάρκο νοσταλγίας της παιδικής μας ηλικίας. Χωρίς μάλιστα να κάνουμε τίποτα για τη συντήρησή του.

Η πόλη στα χέρια μας

Γκρινιάζουμε λοιπόν ότι κλείνουν το ένα μετά το άλλο τα στέκια της πόλης που αποτελούν και τοπόσημά της. Συγκρίνουμε την Αθήνα με άλλες πρωτεύουσες όπου μακροημερεύουν καταστήματα αιώνων. Ομως στο Παρίσι, για παράδειγμα, το ιστορικό Café de Flore ή το LeProcope, το παλαιότερο εστιατόριο της πόλης, είναι τίγκα κάθε μέρα και όχι μόνο από τουρίστες.

Ειδικά δε ως προς τα βιβλιοπωλεία, έχω ακόμη στο αφτί μου το τρίξιμο της παλιάς σκάλας του Κάουφμαν στη Σταδίου. Αναρωτιέμαι όμως, αν λειτουργούσε ακόμη, πόσοι θα περνούσαν το κατώφλι του κάθε μέρα. Ή. Μάλλον, δεν αναρωτιέμαι. Ξέρω. Ισως κανένας.