«Το Μοναστήρι αντιστέκεται στις δυνάμεις που το πολιορκούν»

Είναι από τις λίγες προπολεμικές περιγραφές σχετικά με τη Μονή Σινά, ειδικά από νεοέλληνα συγγραφέα. Και προέρχεται από την περιήγηση του Νίκου Καζαντζάκη στη Μέση Ανατολή το 1926-1927. Στις αρχές του 1927, συγκεκριμένα, ο Καζαντζάκης βρίσκεται στην Αίγυπτο και το Σινά, απεσταλμένος της εφημερίδας «Ελεύθερος Λόγος». Η «μυστηριώδης ιερότητα» του Νείλου, μάλιστα, όπως και ο σκληρός αγώνας των φελάχων εντυπώνονται μέσα του, δίνοντάς του υλικό για την «Οδύσεια». Επισκέπτεται τις Πυραμίδες και την Ανω Αίγυπτο, το Κάιρο και την Αλεξάνδρεια, όπου συναντά τον Κ.Π. Καβάφη, όπως διαβάζουμε στο kazantzaki.gr. Τον Φεβρουάριο εκείνης της χρονιάς επισκέπτεται το Σινά, όπου μένει περίπου 15 ημέρες. Το απομονωμένο μοναστήρι, που υψώνεται σαν φρούριο στη μέση της ερήμου, φαντάζει στα μάτια του σαν ένα ακόμη σύμβολο του ανθρώπινου αγώνα. Οι εντυπώσεις του αποθησαυρίζονται πλέον στο «Ταξιδεύοντας», από τις πιο πρόσφατες εκδόσεις της Διόπτρας (πρόλογος Peter Bien) στη σειρά με τα ταξιδιωτικά ημερολόγια του συγγραφέα.

«Σπάνια Ελληνες έρχουνται στην ερηµιά τούτη. Κι ο Αρχιµαντρίτης Θεοδόσιος, αψηλός, αρχοντάνθρωπος, φλογερός Ελληνας από τον Τσεσµέ της Μικρασίας, µας υποδέχτηκε όπως θα υποδέχουνταν την Ελλάδα. Ολο το θείο, τόσο αγαπηµένο µου τυπικό της ιερής φιλοξενίας: το γλυκό του κουταλιού, το κρύο νερό, ο καφές, το στρωµένο τραπέζι, το άσπρο ευωδάτο τραπεζοµάντιλο, η χαρά που λάµπει στα πρόσωπα που υπηρετούν τον ξένο… Από το παράθυρο έλαµπεν η Ερυθρά Θάλασσα, αντίκρα αχνοχαράζουνταν, πνιµένα στο φως, τα βουνά της Θηβαΐδας. […]

Κάτω σ’ ένα άπλωµα, ανάµεσα σε δυο αψηλά βουνά, φάνηκε, τρογυρισµένο µε µουράγια σαν κάστρο, το ξακουστό Μοναστήρι του Σινά. Ο σκοπός της πορείας. Πολύ είχα πεθυµήσει στη ζωή µου τη στιγµή τούτη, και τώρα που κρατούσα στα χέρια µου τον καρπό του µεγάλου µόχτου, χαιρόµουν ήσυχα, αµίλητα, και δε βιαζόµουν.

Μια στιγµή, η ορµή να γυρίσω πίσω. Αστραψε µέσα µου η σκληρότατη χαρά να µη θερίσω και να µη χαρώ τον καρπόν αυτό της πεθυµιάς µου. Μα αλίµονο, φύσηξε ανάλαφρο αγεράκι, φορτωµένο µυρωδιά από ανθισµένα δέντρα. Σα µυγδαλιές. Η κορφή της ψυχής µου νικήθηκε, νίκησε ο µέσα µου άνθρωπος που καταδέχεται τη χαρά και τη γλύκα, και προχώρεσα. Ο Καλµούχος (σ.σ.: ζωγράφος, στενός φίλος του συγγραφέα) κιόλας έτρεχε µπροστά τραγουδώντας. Τώρα ξεχωρίζαµε καλά το Μοναστήρι – τα µουράγια, τους πύργους, την εκκλησιά, τα κυπαρίσσια. Σε λίγο φτάσαµε στα περβόλια. Η καρδιά µου ανατινάχτηκε ξαφνιασµένη και χαρούµενη. Ανασηκώθηκα πάνω από το φράχτη κι είδα – έλαµπαν µέσα τον ήλιο, καταµεσός στην έρηµο, ελιές, πορτοκαλιές, καρυδιές, συκιές και τεράστιες ανθισµένες µυγδαλιές. Ζέστα γλυκιά, µυρωδιά, βουητό από µικρούλικα έντοµα που δουλεύουν. Ωρα πολλή χαιρόµουν το πρόσωπο τούτο του “Θεού”, το γελαστό, που αγαπάει τους ανθρώπους, το καµωµένο από χώµα, νερό κι ανθρώπινον ιδρώτα.

Τρεις µέρες τώρα αντίκριζα το άλλο, φοβερό, ανάνθιστο, όλο γρανίτη πρόσωπό του. Ελεγα: Αυτός είναι ο αληθινός Θεός, η φωτιά που καίει, ο γρανίτης που δε χαράζεται από ανθρώπινες πεθυµιές. Και τώρα, σκύβοντας από το φράχτη στ’ ολάνθιστο τούτο περβόλι, ζω τα λόγια του ασκητή: Θεός εστί σκιρτηµός και ήπιον δάκρυ. “Δυο λογιών είναι τα θάµατα” λέει ο Βούδας. “Τα σωµατικά και τα ψυχικά. Στα πρώτα δεν πιστεύω· πιστεύω στα δεύτερα”. Το Μοναστήρι τούτο του Σινά είναι ένα ψυχικό θάµα. Μέσα σε αγριότατην έρηµο, ανάµεσα σε αρπαχτικές, αλλόθρησκες, αλλόγλωσσες φυλές, γύρα από ένα πηγάδι νερό, δεκατέσσερεις αιώνες τώρα υψώνεται σα φρούριο το Μοναστήρι τούτο κι αντιστέκεται στις φυσικές κι ανθρώπινες δυνάµες που το πολιορκούν […]

Επειτα από τριήµερη πορεία στην αγέλαστη έρηµο, ευτύς ως αντίκρισα τις µοναστηριακές ανθισµένες µυγδαλιές, η καρδιά µου πήδηξε: εδώ, ένιωσα, υπάρχει µια ανώτερη ανθρώπινη συνείδηση, εδώ νικάει η αρετή του ανθρώπου την έρηµο… Τώρα σεριανίζω απάνω στα µουράγια της Μονής και προσανατολίζουµαι. Βρίσκουµαι ανάµεσα στα βιβλικά βουνά, στ’ αψηλά τοπία της Παλιάς Διαθήκης… Τρεις καλόγεροι κάθουνται στον ήλιο και ζεσταίνουνται. Μέσα στη µεγάλη πρωινή σιγαλιά τα λόγια τους αντηχούν καθαρά στον αγέρα. Ο ένας δηγάται για τα θάµατα που είδε στην Αµερική – βαπόρια, γιοφύρια, πολιτείες, φάµπρικες· ο άλλος πώς ψήνουνε στη σούβλα τ’ αρνιά στην πατρίδα του, στο Λιδωρίκι· κι ο τρίτος για τα θάµατα της Αγίας Αικατερίνης – πώς την πήραν οι άγγελοι και την έφεραν από την Αλεξάντρα στην κορφή της Αγίας Αικατερίνης και πώς ακόµα σώζεται ο τύπος του κορµιού της στο βράχο απάνω όπου την απίθωσαν. Ο κήπος του Μοναστηριού στραφταλίζει µέσα στα χιόνια και στον ήλιο. Ησυχα φουρφουρίζουν οι ελιές, γυαλίζουν τα πορτοκάλια µέσα στα σκοτεινά τους φυλλώµατα, σηκώνουνται ασκητικά, κατάµαυρα τα κυπαρίσσια. Και συνάµα η ανατριχιαστική τούτη επαφή: αργά, ρυθµικά, σαν αναπνοή, έρχεται και ταράζει τα ρουθούνια – τα ρουθούνια και τα φρένα – η µυρωδιά από τις ανθισµένες µυγδαλιές».

Γιώργος Θεοτοκάς

Μια κρύπτη της Ιστορίας, από τις πιο εξαίρετες

Τις δικές του εντυπώσεις από την επίσκεψη στη Μονή Σινά τον Φεβρουάριο του 1960 δημοσιεύει και ο Γιώργος Θεοτοκάς το 1961 με τον γενικό τίτλο «Ταξίδι/Στη Μέση Ανατολή /και /στο Αγιον Ορος», από τις εκδόσεις Γ. Φέξη (επανεκδόθηκε από την Εστία το 1971). «Ο Ελληνισμός, ώρες-ώρες μας φαίνεται σαν ένα παλαιό πελώριο αρχοντικό, γεμάτο κρυψώνες, μυστικά υπόγεια και κασέλες που έμειναν σφραγισμένες για αιώνες.[…] Τέτοια κρύπτη της Ιστορίας, από τις πιο εξαίρετες, είναι και η μονή της Αγίας Αικατερίνας […] Εχω πολύ σεβασμό για τους ανθρώπους που βρήκα εκεί. Είναι αληθινοί ακρίτες του ελληνορθόδοξου πνεύματος, αφοσιωμένοι στη συντήρηση της μονής και των θησαυρών της. [….]». Περιγράφει, εξάλλου, τη βασιλική της Μεταμορφώσεως, επισημαίνοντας την ομορφιά της μέσα και την υποβλητικότητά της «καθώς αποκαλύπτεται στο ημίφως».