Για όσους θυμούνται, για όσους δεν θυμούνται και για όσους θέλουν να ξεχάσουν, από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, τότε δηλαδή που νομίζαμε ότι ήμασταν πάρα πολύ πλούσιοι και πάρα πολύ κοσμοπολίτες, η λέξη που αποτελούσε στοιχείο μιας νέας ταυτότητας ήταν το βερνισάζ. Που στα ελληνικά σημαίνει βερνίκωμα και στο κοσμικό λανγκάζ εγκαίνια έκθεσης. Τίγκα λοιπόν εκείνη την εποχή οι κοσμικές στήλες με φωτογραφίες από βερνισάζ. Πόζαραν οι κυρίες και οι κύριοι με τα ποτήρια της σαμπάνιας στο χέρι και φόντο τους πίνακες της έκθεσης, τον ζωγράφο τον αναγνώριζες επειδή τον έβλεπες σε παραπάνω από μία φωτογραφίες, τα μεγάλα βερνισάζ είχαν και χορηγό ο οποίος επίσης πόζαρε σε περισσότερες από μία φωτογραφίες και από δω παν κι οι άλλοι για να προλάβουμε το επόμενο.
Δεν ξέρω αν εκείνα τα βερνισάζ συντέλεσαν στο να αυξηθούν οι πωλήσεις έργων Τέχνης (που θεωρώ ότι συνέβη λόγω της οικονομικής επιφάνειας των παρευρισκομένων) αλλά αυτά ανήκουν στο μακρινό παρελθόν. Μετά ήρθε η κρίση, τα γκλαμουράτα εγκαίνια περιορίστηκαν δραματικά, ο λουσάτος κοσμοπολιτισμός θεωρήθηκε πρόκληση και αναδύθηκαν νέου τύπου events. Οι βιβλιοπαρουσιάσεις. Σε βιβλιοπωλεία, θέατρα, κινηματογράφους, αίθουσες εκδηλώσεων, ταράτσες, υπόγεια, κήπους, πλατείες, καφενεία, μπαρ, εστιατόρια. Κάθε μέρα και δύο και τρεις ημερησίως. Για μυθιστορήματα, διηγήματα, συλλογές ποιημάτων, δοκίμια, μελέτες, βιογραφίες, ντοκουμέντα, επανεκδόσεις, ιστορικές αναδρομές, ακόμη και για βιβλία με συνταγές μαγειρικής. Αν δεν υπάρχει βιβλιοπαρουσίαση, δεν υπάρχει και βιβλίο. Νόμος.
Εχω βρεθεί σε πάρα πολλές. Και στο ακροατήριο, και στο πάνελ και ως συντονίστρια. Συγγραφέων ή διοργανωτών που είναι φίλοι μου, άνθρωποι δικοί μου, που ξέρω και εκτιμώ τη δουλειά τους. Εχω περάσει υπέροχα, έχω κάνει φίλους εκεί μέσα, έχω ακούσει εξαιρετικές ιδέες, ήμουν αυτόπτης μάρτυρας σε σπαρταριστά επεισόδια. Αλλά και έχω πλήξει αφόρητα. Κυρίως όμως έχω καταλάβει ότι σε πολλές από αυτές μεγαλύτερη σημασία από το προς παρουσίαση βιβλίο έχει το πάνελ. Που θα πρέπει να αποτυπώνει το ιδεολογικό στίγμα του συγγραφέα. Βλέπεις το πάνελ και καταλαβαίνεις το «τι θέλει να πει ο ποιητής». Κάτω από την «ομπρέλα» ποιου κόμματος είναι. Ακόμη και το πόσο αξίζει το βιβλίο. Ενώ η πείρα μού λέει ότι όσο πιο «λαμπερό» το πάνελ, τόσο πιο αδιάφορο το βιβλίο.
Ειδικά δε στην πολιτική, οι βιβλιοπαρουσιάσεις είναι το non paper (για να τιμήσουμε και το τίτλο της στήλης) των εξελίξεων. Ποιος πήγε, γιατί πήγε, γιατί ο άλλος δεν πήγε, ποιοι συναντήθηκαν, ποιοι κάθισαν μαζί, ποιοι μίλησαν, ποιοι δεν αντάλλαξαν ούτε ματιά, ποιοι παρουσίασαν το βιβλίο, τι είπαν, τι δεν είπαν, τι εννοούσαν. Σαν να μου φαίνεται ότι υπάρχει ένα άτυπο κόμμα το οποίο απαρτίζουν όσοι παρακολουθούν συγκεκριμένες βιβλιοπαρουσιάσεις και οι συμμετέχοντες σε αυτές. Και που είναι σχεδόν όλοι παροπλισμένοι (άτυπα ή επισήμως) πολιτικοί. Και, κατά τη δημοσιογραφική διάλεκτο, «στέλνουν μηνύματα» με την παρουσία τους εκεί. Βαριέμαι, βαριέμαι, βαριέμαι – που τραγουδούσε και η Μαίρη Λο.
Εν τω μεταξύ, η δική μου απορία παραμένει αιωρούμενη. Αφού αυξάνονται τόσο πολύ οι βιβλιοπαρουσιάσεις, γιατί μειώνονται οι πωλήσεις των βιβλίων και γιατί κλείνουν τα βιβλιοπωλεία;
Παρενοχλήσεις
Η είδηση είναι ελάσσονος σημασίας, τουλάχιστον κατά τη γνώμη μου. Μια νέα γυναίκα που έκανε μαθήματα οδήγησης δέχθηκε σεξουαλική παρενόχληση από τον εκπαιδευτή. Οπως κατήγγειλε, της έπιασε το πόδι κατά τη διάρκεια του μαθήματος, κάτι τέτοιο. Η αναμετάδοση της είδησης ωστόσο αναπαράχθηκε με σχόλια για το πόσο «επικίνδυνα» μπορεί να είναι αυτά τα μαθήματα καθώς οι γυναίκες βρίσκονται μόνες τους με έναν άνδρα στο αυτοκίνητο και, συνήθως, σε ερημικά μέρη και άλλα τέτοια.
Συγγνώμη, αλλά τέτοιον φόβο για το άλλο φύλο δεν είχαμε ούτε στα νιάτα μας πριν από σαράντα και παραπάνω χρόνια. Και ο κίνδυνος να βρεθεί μόνη της μια γυναίκα με έναν άνδρα μέσα σε ένα αυτοκίνητο, μου μοιάζει σαν ατάκα από σίριαλ εποχής. Παλιάς εποχής.