
«Εντάξει είμαι, δεν έγινε τίποτα. Το έκανε επειδή θύμωσε».
Αυτή την αφοπλιστική απάντηση έδωσε ένα μικρό παιδί για να δικαιολογήσει την πράξη της κακοποίησης που υπέστη. Αποδέκτης της ήταν η Ολγα Νικολαΐδου, παιδίατρος στη Μονάδα Φροντίδας για την Ασφάλεια των Παιδιών «ΕΛΙΖΑ» στην Δ’ Παιδιατρική Κλινική ΑΠΘ του ΓΝ Θεσσαλονίκης Παπαγεωργίου.
«Δεν είναι το σοκ της κακοποίησης που μας “στοιχειώνει”, αλλά το βλέμμα του παιδιού που προσπαθεί να βρει λέξεις για κάτι που δεν έπρεπε ποτέ να ζήσει.
Η σιωπή του, ο φόβος του, η προσπάθεια να εμπιστευτεί, να νιώσει ότι δεν είναι πια μόνο του» συμπληρώνει η Σωτηρία Νίκα, ψυχολόγος και προϊσταμένη του Αυτοτελούς Γραφείου Προστασίας Ανήλικων Θυμάτων Σπίτι του Παιδιού Αθήνας, της εξειδικευμένης υπηρεσίας του υπουργείου Δικαιοσύνης που υποστηρίζει τις εισαγγελικές και ανακριτικές Αρχές στη διαδικασία δικανικής εξέτασης ανηλίκων που έχουν πέσει θύματα κακοποίησης ή παραμέλησης.
«Οι περιπτώσεις που εμπλέκονται ανήλικα άτομα σε πολύ μικρή ηλικία είναι αυτές που σε συγκλονίζουν βαθιά», υπογραμμίζει από την πλευρά του ο Ραφαήλ Σίμωσης, αξιωματικός του Τμήματος Υποδιεύθυνσης Προστασίας Ανηλίκων της ΕΛ.ΑΣ.
Οι παραπάνω λειτουργοί προσφέρουν τις πολύτιμες υπηρεσίες τους στο ευρύτερο πλαίσιο της «θεσμικής ομπρέλας» που έχει δημιουργηθεί για την παιδική προστασία.
«ΤΑ ΝΕΑ», επιχειρώντας να αναδείξουν τις συνιστώσες αυτού του σύνθετου δικτύου, συνομιλούν με μερικούς από τους εξειδικευμένους επαγγελματίες που βρίσκονται δίπλα στα παιδιά, προσφέροντάς τους – έστω και πρόσκαιρα – μία αίσθηση ασφάλειας.
Κι αυτό, σε μια στιγμή που οι επίσημες καταγγελίες για την κακοποίηση «εντός των τειχών», κυρίως δηλαδή στο πλαίσιο της ευρύτερης οικογένειας, έχουν αυξηθεί ανησυχητικά.
Οι βασικοί συντελεστές
Στους βασικούς συντελεστές αυτής της «ομπρέλας» περιλαμβάνονται κρατικοί, δικαστικοί, αυτοδιοικητικοί και μη κυβερνητικοί φορείς, καθώς και Ανεξάρτητες Αρχές.
Μεταξύ αυτών βρίσκεται και η Ελληνική Αστυνομία η οποία, μετά τη λήψη της καταγγελίας, διενεργεί αστυνομική έρευνα-προανάκριση για τη συλλογή στοιχείων και την πλήρη διερεύνηση του περιστατικού. «Στις περιπτώσεις κακοποίησης ανηλίκων, αναπόσπαστο κομμάτι των ενεργειών μας αποτελεί η παραγγελία για ιατροδικαστική εξέταση.
Η υπηρεσία μας ζητεί να εξεταστεί το φερόμενο ανήλικο θύμα προκειμένου, με επιστημονικό τρόπο, να διαπιστωθεί η ύπαρξη κακώσεων, εκδορών, σωματικών βλαβών, καθώς και πιθανής ασέλγειας» δηλώνει ο Ραφαήλ Σίμωσης.
Ο ίδιος εξηγεί πως στο πλαίσιο της διερεύνησης λαμβάνονται καταθέσεις από ενήλικα άτομα, επιφορτισμένα με την επιμέλεια των ανηλίκων ή και από ανήλικα ή ενήλικα άτομα τα οποία είτε υπήρξαν μάρτυρες είτε μπορούν να παρέχουν πληροφορίες σχετικά με τις καταγγελλόμενες πράξεις.
«Το σύνολο της έρευνας-προανάκρισης υποβάλλεται στον αρμόδιο εισαγγελέα για ποινική αξιολόγηση κι αυτός αποφαίνεται για την τυχόν άσκηση ποινικής δίωξης».
Εγγραφη ενημέρωση της Εισαγγελίας Ανηλίκων στην οποία καταγράφονται πιθανά ευρήματα κακοποίησης πραγματοποιείται και από το Νοσοκομείο Παπαγεωργίου, ενός από τα τέσσερα δημόσια νοσοκομεία στη χώρα (σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Αλεξανδρούπολη) που διαθέτουν τις Μονάδες Φροντίδας για την Ασφάλεια των Παιδιών.
Πρόκειται για νοσοκομειακούς χώρους που συνεργούν με την Εταιρεία κατά της Κακοποίησης του Παιδιού – ΕΛΙΖΑ. Κύριος σκοπός τους είναι η εξέταση και παρακολούθηση βρεφών και παιδιών με υποψία κακοποίησης/ παραμέλησης.
«Στα ευρήματά μας αναφέρουμε αν το παιδί χρήζει ιατρικής περίθαλψης ή, αν εκτιμήσουμε πως δεν είναι ασφαλές να επιστρέψει στο σπίτι, εισάγεται στο νοσοκομείο που αποτελεί ένα ασφαλές μέρος ωσότου γίνουν οι όποιες περαιτέρω απαιτούμενες ενέργειες και αποφασιστεί από την Εισαγγελία πώς προχωράμε.
Κύριος σκοπός της μονάδας μας, πέρα από την πρόληψη, είναι η έγκαιρη αναγνώριση ώστε να φτάνουν στις Αρχές όσο το δυνατόν περισσότερες περιπτώσεις» λέει η Ολγα Νικολαΐδου.
Στη διαδικασία εξέτασης ανήλικων θυμάτων στέκεται και η Σωτηρία Νίκα.
Οπως λέει, «η αποκάλυψη μιας τραυματικής εμπειρίας από ένα παιδί αποτελεί μια εξαιρετικά ιδιαίτερη και ευαίσθητη διαδικασία, η οποία απαιτεί εξειδικευμένη προσέγγιση και πλήρη συμμόρφωση με το ισχύον νομικό πλαίσιο, προκειμένου να διασφαλιστεί η ψυχική του ασφάλεια και να αποφευχθεί η επαναθυματοποίησή του».
Παράλληλα, «εφαρμόζεται συγκεκριμένη μεθοδολογία κατάλληλη για την ηλικία, το αναπτυξιακό στάδιο και τη συναισθηματική κατάσταση του παιδιού, ενισχύοντας ένα κλίμα ασφάλειας και ελευθερίας έκφρασης, χωρίς καθοδήγηση ή επιβολή».
Η ψυχολόγος, η οποία έχει διαχειριστεί πλήθος περιστατικών, μοιράζεται στα «ΝΕΑ» τις συγκλονιστικές στιγμές.
«Οι στιγμές που ένα παιδί βρίσκει το θάρρος να μιλήσει, να ακουστεί, να αφήσει λίγο φως να περάσει στη σκιά του, είναι αυτές που μένουν για πάντα μαζί μας.
Γιατί τότε δεν έχουμε απλώς μπροστά μας μια αποκάλυψη, έχουμε την αρχή μιας επανόρθωσης, ενός νέου νοήματος στη ζωή του παιδιού.
Αυτές οι στιγμές μάς καθορίζουν. Και η ευθύνη μας είναι να τις αγκαλιάσουμε με απόλυτο σεβασμό, διακριτικότητα και φροντίδα».