
Με «σύμμαχο» την ευρωπαϊκή οδηγία για τον κατώτατο μισθό που ενσωμάτωσε ο έλληνας νομοθέτης, χωρίς όμως να συμπεριλάβει τα δώρα και τα επιδόματα για τους δημοσίους υπαλλήλους σε αντίθεση με τους εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα, δόθηκε η χθεσινή μάχη ενώπιον της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας για το κρίσιμο ζήτημα της επαναφοράς ή μη του 13ου και του 14ου μισθού.
Η πιλοτική δίκη έγινε χθες σε μια κατάμεστη από κόσμο δικαστική αίθουσα υπό τον πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας Μιχάλη Πικραμένο, με εισηγητή τον σύμβουλο του ανώτατου δικαστηρίου Ι. Μιχαλακόπουλο, ο οποίος ανέπτυξε όλα τα ζητήματα που καλούνται με την απόφασή τους να αντιμετωπίσουν οι δικαστές.
Ανιση μεταχείριση
«Κλειδί» για την έκβαση της δικαστικής αυτής μάχης είναι η ευρωπαϊκή οδηγία, η οποία με νόμο ενσωματώθηκε στο εθνικό μας δίκαιο καταλαμβάνοντας και τους δημοσίους υπαλλήλους.
Ωστόσο, ο έλληνας νομοθέτης, όπως επισημαίνεται και από την πλευρά της ΑΔΕΔΥ, παρέλειψε να ενσωματώσει τα επίμαχα επιδόματα και για τους δημοσίους υπαλλήλους, γεγονός που έχει οδηγήσει σε άνιση μεταχείριση των εργαζομένων σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να υπάρχουν υπάλληλοι δύο ταχυτήτων καθώς, όπως ανέφερε και ο εισηγητής, για τους εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα τα επιδόματα εορτών και αδείας αποτελούν αναπόσπαστο εγγυημένο τμήμα των μηνιαίων αποδοχών τους, συνδιαμορφώνοντας τον κατώτατο εγγυημένο μισθό τους, πράγμα που δεν συμβαίνει στους δημοσίους υπαλλήλους.
Επιπλέον, ο Μ. Μιχαλακόπουλος δήλωσε ότι με βάση τις θέσεις του Δημοσίου η επαναφορά των δώρων θα έχει «μόνιμο ετήσιο δημοσιονομικό κόστος 1,37 δισ. ευρώ χωρίς εργοδοτικές εισφορές και συνολικώς 1,55 δισ. ευρώ, συμπεριλαμβανομένων των εργοδοτικών εισφορών».
Η πληρεξούσια δικηγόρος των εναγόντων επεσήμανε απευθυνόμενη στους ανώτατους δικαστές ότι εφόσον έχει εκλείψει ο κίνδυνος χρεοκοπίας για τη χώρα μας, η πιστοληπτική ικανότητα έχει αποκατασταθεί και ήδη καταγράφονται πλεονάσματα, ο νομοθέτης θα έπρεπε να επανεξετάσει την επαναφορά των δώρων με πυξίδα την αξιοπρεπή διαβίωση των δημοσίων υπαλλήλων.
Από την πλευρά του Δημοσίου διατυπώθηκε το ερώτημα αν έχει αρμοδιότητα το ΣτΕ να κρίνει εάν μπορεί να ακυρώσει την άρνηση της πολιτείας, υποκαθιστώντας επί της ουσίας τον νομοθέτη.
«Το δικαστήριο γνωρίζει ότι δεν μπορεί να υποκαταστήσει τον νομοθέτη. Οφείλει όμως να απαντήσει σε νομικές αιτιάσεις», παρατήρησε ο πρόεδρος του ανώτατου δικαστηρίου Μ. Πικραμένος. Η απόφαση αναμένεται μέσα στους επόμενους μήνες με ιδιαίτερο ενδιαφέρον.