
Η συνάντηση με τον Βασίλη Χριστόπουλο, από τους διεθνώς καταξιωμένους έλληνες μαέστρους, έγινε μία ημέρα μετά τη θριαμβευτική συναυλία του με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών στο Μέγαρο Μουσικής. Το συναρπαστικό πρόγραμμα ρωσικών έργων (το 1ο και το 2ο Κοντσέρτο για πιάνο του Σοστακόβιτς και τις «Εικόνες από μια Εκθεση» του Μουσόργκσκι) ενθουσίασε το κοινό το οποίο, ηλεκτρισμένο από την αριστοτεχνική εκτέλεσή του, αποθέωσε μαέστρο, ορχήστρα και σολίστ.
Ο μαέστρος είναι αναμφισβήτητα ο πιο μυστηριώδης και συναρπαστικός παράγων στον χώρο της μουσικής ερμηνείας. Διότι αν και είναι ο μόνος μουσικός που δεν παράγει ήχο, δική του είναι η ερμηνεία που ακούμε σε κάθε εκτέλεση των συμφωνικών και, σε λιγότερο βαθμό, των λυρικών έργων. Τον ρώτησα λοιπόν ποιες είναι, κατά τη γνώμη του, οι ικανότητες που χρειάζεται ένας μαέστρος για να αντλήσει τη βέλτιστη ανταπόκριση και αποτέλεσμα από τις ορχήστρες που διευθύνει. «Κατ’ αρχάς πρέπει να είναι μια προσωπικότητα ικανή να διαχειριστεί ένα μεγάλο σύνολο ανθρώπων, δηλαδή να διαθέτει μια ψυχολογία και ένα προφίλ ηγέτη. Βέβαια στην εποχή μας επαναπροσδιορίζεται το τι σημαίνει να ηγείσαι, δηλαδή το πώς διαχειρίζεσαι την εξουσία, πώς την ασκείς, πώς εξηγείς το όραμά σου και πώς πείθεις την ορχήστρα. Αυτό όσον αφορά την προσωπικότητα του μαέστρου. Πέρα από αυτό, πρέπει να έχει πολύ γερές μουσικές γνώσεις, πολύ καλό αφτί, κάποιο ταλέντο στην κινησιολογία, τη γλώσσα του σώματος, δηλαδή να μπορεί να μεταδίδει αυτό που έχει στον νου του. Και φυσικά, πρέπει να έχει φαντασία, να καταλήγει σε μια ερμηνεία που να συνεπαίρνει το κοινό».
Πώς σχηματίζεται στον νου του αρχικά η ηχητική εικόνα ενός έργου και πώς καταλήγει στην τελική ερμηνεία του; «Εξαρτάται πολύ από το συγκεκριμένο έργο. Δηλαδή αν πρόκειται για όπερα ή για συμφωνικό έργο, για σύγχρονο ή για έργο της κλασικής ή ρομαντικής εποχής, και φυσικά από το αν έχεις να κάνεις με γερμανική, γαλλική ή ιταλική μουσική. Οπότε, όπως αθροίζεται η μουσική πείρα, αλλά και η πείρα ζωής σου, έχεις αναπτύξει κάποιο ένστικτο για το τι είναι το σημαντικότερο στοιχείο στο κάθε έργο, καθώς και για το στυλιστικό του ύφος και γραμμή. Γιατί αλλιώς θα προσεγγίσεις τον Μότσαρτ, αλλιώς τον Βέρντι, αλλιώς τον Ρίχαρντ Στράους και τον Βάγκνερ, αλλιώς τους γάλλους συνθέτες όπως τον Ραβέλ και τον Ντεμπισί και αλλιώς έναν σύγχρονο συνθέτη. Πρωτίστως πρέπει να καταλάβεις τι θέλει να πει. Και σ’ αυτό παίζουν σημαντικό ρόλο τα ηχοχρώματα, ο ρυθμός, οι αντιθέσεις της δυναμικής. Μέσα από όλα αυτά “αισθάνεσαι” τον συνθέτη, την ατμόσφαιρα που θέλει να δημιουργήσει».
Ποιο είναι το πιο δύσκολο έργο που έχει διευθύνει μέχρι τώρα; «Στην όπερα από τα πιο δύσκολα ήταν σίγουρα οι “Τρώες” του Μπερλιόζ, που ανεβάσαμε πρόσφατα στο Γκρατς. Διότι ο Μπερλιόζ έχει πάρα πολύ δύσκολες ρυθμικές δομές, έχει τεράστια χορωδία, έχει και άλλη, δεύτερη ορχήστρα εκτός σκηνής, πράγμα που συνεπάγεται συγχρονισμό. Επίσης πολύ μεγάλη διάρκεια, όσο μια όπερα του Βάγκνερ, αλλά με πολύ πιο διακεκομμένη γραμμή και πολλές ρυθμικές αλλαγές. Γι’ αυτό ο Μπερλιόζ είναι πιο κουραστικός για τον μαέστρο από τον Βάγκνερ. Οσον αφορά τη συμφωνική μουσική, μερικά έργα αποτελούν πάντα πρόκληση. Π.χ. η 5η Συμφωνία του Μπετόβεν είναι πάντα δύσκολη. Εχει μια εκρηκτική αρχή που δεν είναι πάντα αυτονόητη. Η ικανότητα να φτάσεις στο 100% της ενέργειας στην πρώτη νότα δεν είναι δεδομένη. Επίσης πρόκληση είναι “Η Ιεροτελεστία της Ανοιξης” του Στραβίνσκι. Αλλά για μένα ο πιο δύσκολος από τους εδραιωμένους συνθέτες είναι ο Μπάρτοκ, και νομίζω ότι αυτό έχει να κάνει με την ουγγρική γλώσσα, στην οποία οι λέξεις τονίζονται πάντα στην πρώτη συλλαβή. Δεν υπάρχει άρση στη μουσική φράση. Ολα ξεκινούν από την πρώτη νότα. Αυτό ισχύει και για τα συμφωνικά του έργα, όπως “Ο Θαυματουργός Μανδαρίνος” αλλά και στην όπερά του “Ο Πύργος του Κυανοπώγωνα”» (την οποία ο Χριστόπουλος διηύθυνε μαγευτικά στην εξαιρετική παραγωγή της ΕΛΣ, που την προσεχή σεζόν ετοιμάζεται να ταξιδέψει στο εξωτερικό).
«Η διεύθυνση όπερας είναι “άλλο métier”, άλλη τέχνη», επισημαίνει παρεμπιπτόντως. «Εδώ υπάρχουν διαφορετικές απαιτήσεις. Οι αμιγώς τεχνικές απαιτήσεις ενός μεγάλου συμφωνικού έργου που αποτελεί σύνηθες τμήμα του ρεπερτορίου, δεν προϋποθέτουν τόσο καλή τεχνική από τον μαέστρο όσο η όπερα. Χρειάζεται βέβαια μια αντίληψη για τη δομή και μια προσωπική αντίληψη για το έργο. Αλλά η τεχνική κατάρτιση δεν είναι τόσο απαραίτητη. Διότι οι ορχήστρες σήμερα είναι πλέον τόσο καλές και αποτελούνται από τόσο δεξιοτέχνες μουσικούς ώστε παίζουν μαζί από μόνοι τους. Και αν εσύ, ο μαέστρος, έχεις όραμα για το έργο και την ικανότητα να τους το μεταδώσεις και αν στον νου σου έχεις την εικόνα για τη δομή, την πορεία και την κορύφωση του έργου, η συναυλία θα πάει όπως την ετοίμασες στην πρόβα».
«Στην όπερα τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά, γιατί εδώ το αποτέλεσμα δεν είναι ποτέ προβλέψιμο. Υπάρχουν τόσο πολλοί παράγοντες που συμβάλλουν στο τελικό αποτέλεσμα, που μπορεί να συμβούν άπειρα απρόσμενα πράγματα. Μπορεί ένας τραγουδιστής να σκοντάψει στη σκηνή, να ξεχάσει τα λόγια του, να τυφλωθεί από κάποιον προβολέα, να τον παραζεστάνει το κοστούμι του, μπορεί να μπερδευτεί ο υποβολέας, να αργήσει η χορωδία, να κάνει κάποιο λάθος ο διευθυντής σκηνής! Επίσης μπορεί κάποιος τραγουδιστής τη συγκεκριμένη βραδιά να είναι κουρασμένος και να χρειάζεται περισσότερη αναπνοή σε κάποια φράση. Εσύ πρέπει όλα αυτά να τα διαισθάνεσαι και ν’ αντιδράς αστραπιαία, με άμεσα αντανακλαστικά, και να δείχνεις αμέσως τι πρέπει να γίνει! Είσαι σαν οδηγός της Φόρμουλα 1! Χρειάζεσαι καλύτερα αντανακλαστικά και καλύτερη τεχνική από έναν αμιγώς συμφωνικό μαέστρο. Γι’ αυτό πολλοί μαέστροι που διαπρέπουν στη συμφωνική μουσική έχουν φάει τα μούτρα τους στην όπερα. Εγώ την αγαπώ πολύ και είμαι πολύ ευτυχισμένος στο Γκρατς».
Η θέση του ως μουσικού διευθυντή της Οπερας του Γκρατς, πόλη της Νοτιοανατολικής Αυστρίας, προέκυψε «ως συνήθως στη ζωή, από έναν συνδυασμό τύχης και ικανότητας. Είχα κληθεί ως προσκεκλημένος μαέστρος να διευθύνω μια παραγωγή ενός πολύ δύσκολου μπαλέτου, του “Undine” του Hans Werner Henze, που έγραψε για τη Margot Fonteyn και πρωτοπαρουσιάστηκε στο Κόβεντ Γκάρντεν. Η ορχήστρα και η διεύθυνση του Θεάτρου εντυπωσιάστηκαν και, επειδή δεν επρόκειτο ν’ ανανεωθεί το συμβόλαιο του τότε μουσικού διευθυντή τους, με ρώτησαν αν ήθελα να συμμετάσχω στη διαδικασία πλήρωσης της θέσης. Δέχτηκα με μεγάλη χαρά και πέρασα μέσα από τη διαδικασία, που συνίστατο στη διεύθυνση μιας όπερας, της “Μαντάμα Μπατερφλάι”, χωρίς πρόβα. Ηθελαν να μας δοκιμάσουν, για να εξακριβώσουν αυτό που ανέφερα πριν, δηλαδή τα αντανακλαστικά και την τεχνική επάρκεια του καθενός από τους υποψηφίους για τη θέση. Και η ορχήστρα, με μεγάλη πλειοψηφία, επέλεξε εμένα».
Στο Γκρατς έως το 2028
Εκτοτε ο Χριστόπουλος μετακόμισε και κατοικεί στο Γκρατς και διευθύνει τρεις καινούργιες παραγωγές κάθε σεζόν – με τον απαραίτητο χρόνο για πρόβες – καθώς και έναν αριθμό συναυλιών. Αυτό του αφήνει και αρκετό χρόνο για μετακλήσεις, όπως π.χ. οι παραστάσεις στην ΕΛΣ και η πρόσφατη συναυλία με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών στο Μέγαρο Μουσικής. Την επόμενη σεζόν 2025-26 θα διευθύνει τον «Ριγκολέτο», τον «Βότσεκ» και τον «Ιππότη με το Ρόδο», τρεις όπερες από εντελώς διαφορετικούς μουσικούς και στυλιστικούς κόσμους. «Αυτή η ποικιλία, μου αρέσει πολύ. Και η συνεργασία μας εξελίσσεται τόσο καλά ώστε το συμβόλαιό μου παρατάθηκε έως το 2028».
Ο Βασίλης Χριστόπουλος, μια ιδιαίτερα συμπαθητική και γοητευτική προσωπικότητα, γεννήθηκε στο Μόναχο το 1975, μέσα σ’ ένα περιβάλλον όπου η μουσική ήταν φυσικός τρόπος ζωής. Μοναχοπαίδι, με πατέρα του τον Ευάγγελο Χριστόπουλο, διαπρεπή και παγκοσμίως αναγνωρισμένο ομποΐστα και σολίστ σε μεγάλες ορχήστρες, και μητέρα τη Γιούλη Παπαθεοδώρου, υπεύθυνη δημοσίων σχέσεων καλλιτεχνικών οργανισμών. «Αυτό σίγουρα με βοήθησε πολύ. Διότι όχι μόνο άκουγα συνεχώς μουσική στο σπίτι, από τον πατέρα μου και από μουσικούς που έρχονταν για πρόβες, αλλά και επειδή από την ηλικία των 3-4 ετών, ο πατέρας μου άρχισε να με παίρνει σε συναυλίες που μου άρεσαν πολύ, λίγα χρόνια αργότερα και σε πρόβες ορχήστρας που μου άρεσαν ακόμη περισσότερο! Καθόμουν κάπου στη μέση της ορχήστρας, ανάμεσα στους μουσικούς, το όμποε του πατέρα μου και το πρώτο φλάουτο, και παρακολουθούσα τον μαέστρο απέναντι, φάτσα, και έβρισκα αυτό που κάνει πολύ γοητευτικό. Νομίζω ότι ίσως αυτό μου φύτεψε το μικρόβιο της διεύθυνσης ορχήστρας. Γενικά όλο το σκηνικό – η διαδικασία της πρόβας, ακόμη και το κούρδισμα, ακόμη και τ’ αστεία που έλεγαν οι μουσικοί μεταξύ τους – με γοήτευσε πάρα πολύ».
Αρχισε μαθήματα πιάνου και στη συνέχεια μεταπήδησε στο βιολί, που όμως δεν του πολυάρεσε. «Είχα καλό αφτί αλλά όχι αρκετή πειθαρχία. Ετσι δεν ήμουν αρκετά ευχαριστημένος με την πρόοδό μου, και αυτό ήταν πολύ δυσάρεστο. Τελικά ήταν προφανές ότι το όμποε, το όργανο του πατέρα μου, ήταν αυτό που με γοήτευε και συνεχίζει να είναι η μεγάλη μου αγάπη». Ετσι ειδικεύτηκε σ’ αυτό το όργανο στο Ωδείο Αθηνών και στη συνεχεία, το 1995, πήγε να σπουδάσει Διεύθυνση Ορχήστρας στη Ανώτατη Ακαδημία Μουσικής και Θεάτρου στο Μόναχο απ’ όπου αποφοίτησε το 2000. Εκεί ανακάλυψε ότι «τα χρόνια του βιολιού με είχαν μάθει να καταλαβαίνω την τέχνη του δοξαριού και το όμποε, που βασίζεται στην αναπνοή, βοηθά πολύ στο να καταλαβαίνεις τους τραγουδιστές».
Το 2005 διορίστηκε μόνιμος μαέστρος στη Φιλαρμονική Ορχήστρα της Νοτιοδυτικής Γερμανίας (2005-2015) και από το 2011 έως το 2014 καλλιτεχνικός διευθυντής της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών. Εχει διευθύνει τις μεγαλύτερες διεθνείς ορχήστρες και συμμετάσχει σε σημαντικές παραγωγές σε Λυρικά Θέατρα όπως η Οπερα του Σαν Φρανσίσκο. Από το 2023 είναι μουσικός διευθυντής της Οπερας του Γκρατς. Ηταν παντρεμένος με την ελβετίδα μανεκέν Marie Laure Heugel, με την οποία απέκτησαν δύο κόρες (τώρα 15 και 17 ετών) που ζουν στο Παρίσι.
Ανεκπλήρωτα όνειρα; «Δεν έχω αξιωθεί ακόμη να διευθύνω τη “Βαλκυρία” του Βάγκνερ, την ωραιότερη από τις τέσσερις της Τετραλογίας. Επίσης αν και έχω διευθύνει δύο φορές την “Ηλέκτρα” του Ρίχαρντ Στράους, δεν έχω καταπιαστεί ακόμη ποτέ με τη “Σαλώμη”, ίσως το πιο συγκλονιστικό και αισθησιακό έργο του».