Οι Ελληνες θέλουν «Made in Greece», αλλά…

Με τη διακυβέρνηση Τραμπ στις ΗΠΑ, ο οικονομικός προστατευτισμός κάνει «comeback». Σε αυτό το φόντο, αναρωτιέται κανείς πόσο εξαρτημένη είναι η χώρα μας από τις εισαγωγές προϊόντων και τι εν τέλει μπορεί να παράγει μόνη της. Τα προϊόντα «Made in Greece» είναι σήμερα δυσεύρετα για μια σειρά από λόγους – από την ευρωπαϊκή πολιτική έως την παγκόσμια αλυσίδα εφοδιασμού. Συχνά με τρόπο αφοριστικό, λέμε ότι «η Ελλάδα δεν παράγει». Αυτό σε μεγάλο βαθμό αληθεύει, καθώς τα περισσότερα καταναλωτικά προϊόντα καθημερινής χρήσης έρχονται από άλλες χώρες. Το μεγάλο εμπορικό έλλειμμα των τελευταίων χρόνων μιλάει από μόνο του. Το 2024, το έλλειμμα στο ισοζύγιο αγαθών έφτασε τα 35,7 δισ. ευρώ.

«Δεν είναι κακό να χρηματοδοτείται το εμπορικό έλλειμμα από ένα μεγάλο πλεόνασμα υπηρεσιών» λέει στα «ΝΕΑ» ο επικεφαλής οικονομολόγος της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (ΕΤΕ) Νίκος Μαγγίνας, σχολιάζοντας το μεγάλο μέγεθος του εμπορικού ελλείμματος. «Ο μεταποιητικός τομέας ήταν πάντα συμπληρωματικός» προσθέτει.

Η ετικέτα «Made in Greece» είναι όλο και λιγότερο παρούσα, καθώς η ευρωπαϊκή νομοθεσία έχει επιβάλει την «ομπρέλα» του «Made in EU» για όσα παράγονται στην ΕΕ. Ομως, το «Made in» μοιάζει να σημαίνει λίγα πράγματα στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία του 2025. Αν μια τσάντα έχει παραχθεί στο Μπανγκλαντές, αλλά οι τελευταίες «πινελιές» προστεθούν στην Ιταλία, μπορεί να λάβει την πολύ πιο «δημοφιλή» ετικέτα «Made in Italy».

Η ΕΕ επεξεργάζεται τη θεσμοθέτηση του «ψηφιακού διαβατηρίου προϊόντος» (digital product passport, DPP), στο οποίο θα καταγράφεται κάθε στάδιο της παραγωγής του, με στόχο οι διάφορες ετικέτες περί βιώσιμων και ηθικών πρακτικών να ανακτήσουν το νόημά τους. Η σχετική οδηγία αναμένεται να ψηφιστεί μέχρι τα τέλη του έτους.

Παράλληλα, κάθε χώρα έχει προαιρετικά το δικό της εθνικό σήμα, το οποίο μπορεί να μπαίνει σε ορισμένα προϊόντα (κυρίως τρόφιμα), ώστε να δείχνουν την καταγωγή τους. Ετσι, από το 2014, 1.410 προϊόντα έχουν λάβει το Ελληνικό Σήμα, που απεικονίζεται με τη γαλανόλευκη σε σχήμα καρδιάς. Επίσης, ελληνικές επιχειρήσεις παράγουν πολλά ακόμη καταναλωτικά προϊόντα: ένδυση και υπόδηση, έπιπλα, χαρτί, ξύλο, ακόμα και ηλεκτρονικές συσκευές. Ομως, η ελληνική παραγωγή είναι μικρή στα εν λόγω αγαθά και δεν μπορεί επ’ ουδενί να καλύψει τις εγχώριες ανάγκες, το δε κόστος παραγωγής τους είναι συνήθως σαφώς υψηλότερο.

Δίψα για ΤΑ προϊόντα ΜΑΣ

Η αγορά, από την πλευρά της, μοιάζει έτοιμη να αγκαλιάσει τα ελληνικά προϊόντα, καθώς η πλειοψηφία τα θεωρεί πιο ασφαλή και πιο ποιοτικά, ενώ έτσι εκτιμά πως στηρίζει την οικονομία της χώρας.

Σε δική της έρευνα, η επίκουρη καθηγήτρια Μάρκετινγκ του ΟΠΑ Ελενα Χατζοπούλου ανέδειξε ότι πολλές εταιρείες στον χώρο της μόδας επιλέγουν να προβάλλουν την ελληνικότητά τους ως μέρος του branding, ειδικά στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ομως, σχεδιαστές τόνισαν πως δεν είναι πάντοτε εφικτή η αποκλειστική χρήση εγχώριων πρώτων υλών, λόγω κόστους ή διαθεσιμότητας. «Το να καταναλώνει κανείς αποκλειστικά “Μade in Greece” προϊόντα μόδας είναι δύσκολο», λέει στα «ΝΕΑ» και προσθέτει ότι «τα υψηλότερα κόστη περιορίζουν την προσβασιμότητα σε ένα ευρύτερο κοινό».

«Από τα καταναλωτικά αγαθά, η μόνη κατηγορία όπου θα μπορούσαμε υπό συνθήκες να έχουμε μια σχετική αυτάρκεια είναι τα τρόφιμα. Ωστόσο, αυτό θα σήμαινε πολύ υψηλότερες τιμές, όπως φάνηκε και με τις μεταβολές που έφερε ο πόλεμος στην Ουκρανία» λέει ο Νίκος Μαγγίνας. Προσθέτει, δε, ότι ακόμα και σε προϊόντα που η Ελλάδα παράγει την πρώτη ύλη, σπανίως γίνεται και η μεταποίηση στη χώρα μας. Αυτό συμβαίνει με αρκετά μεταλλεύματα, με το βαμβάκι, ακόμα και με το λάδι. «Από τις εξαγωγές ελαιόλαδου, περίπου το 75% φεύγει από την Ελλάδα σε μη μεταποιημένη μορφή» εξηγεί.

Πάντως, το τελευταίο χρονικό διάστημα παρατηρείται μια σχετική «αναγέννηση» της ελληνικής βιομηχανίας. Το 2024, η βιομηχανία ήταν υπεύθυνη για το 1% από το 1,8% όπου ανήλθε η αύξηση της Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας (ΑΠΑ). «Ισχυροποιούνται βασικοί πυλώνες της ελληνικής βιομηχανίας: η διύλιση, τα μέταλλα, τα χημικά, τα φαρμακευτικά προϊόντα και η μεταποίηση τροφίμων» υπογραμμίζει ο οικονομολόγος της ΕΤΕ.