
Η παχυσαρκία και οι ψυχικές διαταραχές εμφανίζουν στενή και αμφίδρομη συσχέτιση, δημιουργώντας έναν φαύλο κύκλο όπου η μεν επιβαρύνει τις δε και τανάπαλιν. Ερευνες καταγράφουν υψηλά ποσοστά ψυχιατρικών διαταραχών σε άτομα με παχυσαρκία – ιδίως σε γυναίκες – και σε περιπτώσεις σοβαρής παχυσαρκίας. Συγκεκριμένα, έως και το 60% των ατόμων με δείκτη μάζας σώματος (ΔΜΣ) ≥ 40 εμφανίζουν τουλάχιστον μία ψυχική διαταραχή. Μια από τις πιο συχνές είναι η κατάθλιψη, με αυξημένο σχετικό κίνδυνο κατά 30%–50%. Η κατάθλιψη, με τη σειρά της, οδηγεί συχνά σε υπερφαγία και μειωμένη κινητικότητα, επιδεινώνοντας την παχυσαρκία. Ιδιαίτερα σημαντική είναι η σχέση της παχυσαρκίας και με τη διαταραχή επεισοδιακής υπερφαγίας (binge eating disorder, BED), η οποία παρατηρείται πολύ συχνά σε παχύσαρκους και συνήθως συνυπάρχει με άγχος και κατάθλιψη.
Αγχώδεις διαταραχές, όπως η κοινωνική φοβία και οι κρίσεις πανικού, είναι επίσης συχνές στα παχύσαρκα άτομα και συνδέονται με το κοινωνικό στίγμα, τη χαμηλή αυτοπεποίθηση και τη μειωμένη αίσθηση ελέγχου που αυτά βιώνουν. Σύνδεση της παχυσαρκίας έχει φανεί και με τη μετατραυματική διαταραχή στρες (post-traumatic stress disorder, PTSD), ιδίως σε γυναίκες, όπου τα τραυματικά βιώματα και η συναισθηματική απορρύθμιση ενδέχεται να οδηγήσουν σε ψυχογενή υπερφαγία και μεταβολικές διαταραχές. Επιπλέον, έχει παρατηρηθεί σύνδεση της παχυσαρκίας και με τη διαταραχή ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ), καθώς και με διαταραχές ύπνου, όπως η αϋπνία και η υπνική άπνοια, οι οποίες επιδεινώνουν τη γνωσιακή και ψυχική λειτουργία των παχύσαρκων ατόμων.
Οι υποκείμενοι μηχανισμοί περιλαμβάνουν το χρόνιο στρες και τις ορμόνες που αυτό επηρεάζει, την αυξημένη συστηματική φλεγμονή («παραφλεγμονή») – η οποία ενισχύεται από την παραγωγή φλεγμονωδών ουσιών από το σπλαχνικό λίπος –, τις γαστρικές ορμονικές ανισορροπίες, τις διαταραχές στον άξονα εντέρου-εγκεφάλου και τις αλλαγές στο μικροβίωμα του εντέρου. Ολοι αυτοί οι παράγοντες επηρεάζουν τη συναισθηματική διάθεση, μέσω ελάττωσης των νευροδιαβιβαστών που ρυθμίζουν το σύστημα της αμοιβής, όπως η ντοπαμίνη και η σεροτονίνη. Σε προκλινικές μελέτες, τα νέα αντιπαχυντικά φάρμακα, οι αγωνιστές του GLP-1, έχουν αντίθετες δράσεις, δηλαδή επιδρούν θετικά, διεγείροντας το σύστημα της αμοιβής μέσω αύξησης της ντοπαμίνης και της σεροτονίνης, που σημαίνει ότι προάγουν και ευχάριστο συναίσθημα.
Τα σημερινά αντιπαχυντικά φάρμακα, αρχικά σχεδιασμένα για την αντιμετώπιση του διαβήτη τύπου 2, με ιστορία χρήσης δύο δεκαετιών – σήμερα βασικά φάρμακα για την παχυσαρκία – έχουν ερευνηθεί σημαντικά για τις πιθανές ψυχικές τους επιδράσεις στον άνθρωπο. Αν και αρχικά υπήρξαν αναφορές για πιθανή σύνδεση με κατάθλιψη ή αυτοκτονικό ιδεασμό, μια πρόσφατη μετα-ανάλυση στο JAMA Psychiatry (Μάιος 2025), που εξέτασε δεδομένα από 107.000 συμμετέχοντες, δεν έδειξε αυξημένο κίνδυνο για ψυχιατρικές ανεπιθύμητες ενέργειες στους ασθενείς που τα έλαβαν. Αντιθέτως, καταγράφηκαν οφέλη: μείωση της συναισθηματικής υπερφαγίας, βελτίωση του αυτοελέγχου και της ψυχικής ευεξίας. Οι ασθενείς δήλωσαν μεγαλύτερη ικανοποίηση από τη σωματική και ψυχική τους υγεία, καθώς και από τη διαχείριση του διαβήτη και του βάρους τους. Ενδιαφέρον παρουσιάζει ότι αυτά τα οφέλη σημειώθηκαν και ανεξάρτητα από την απώλεια βάρους ή τη βελτίωση του σακχάρου, γεγονός που υποδηλώνει άμεσες δράσεις των GLP-1 RΑs στον ανθρώπινο εγκέφαλο. Ωστόσο πρέπει να αναφερθεί ότι οι περισσότερες μελέτες που συμπεριλήφθηκαν στη μετα-ανάλυση εξαιρούσαν άτομα με σοβαρές ψυχιατρικές παθήσεις, ενώ η ψυχική υγεία σε αυτές δεν αξιολογήθηκε ως κύριο καταληκτικό σημείο. Παραμένει επίσης ασαφές αν υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στους διάφορους τύπους των φαρμάκων αυτών.
Φαίνεται, συνεπώς, ότι τα φάρμακα αυτού του τύπου είναι όχι μόνο ασφαλή από ψυχιατρικής άποψης, αλλά και ενδεχομένως ευεργετικά για την ψυχολογική κατάσταση αυτών που τα λαμβάνουν ως θεραπεία. Ομως, χρειάζεται περαιτέρω ειδικότερη έρευνα σε ευάλωτους πληθυσμούς και εστιασμένη αξιολόγηση στην ψυχολογική διάσταση των ασθενών, ώστε να αποσαφηνιστεί το πλήρες φάσμα των επιδράσεών τους στην ψυχική υγεία. Επιπλέον, πρέπει να τονιστεί ότι οι αγωνιστές του GLP-1 δεν αποτελούν πανάκεια και ότι πρέπει να χορηγούνται κάτω απο την τακτική παρακολούθηση ειδικών ενδοκρινολόγων, αφού έχει προηγηθεί πλήρης έλεγχος για πιθανές αντενδείξεις στη χρήση τους.
Ο Γεώργιος Π. Χρούσος είναι ακαδημαϊκός – ομότιμος
καθηγητής Ιατρικής, ΕΚΠΑ
Ο Σταμάτης Φασουλής
απουσιάζει εκτάκτως