Από τον «Σπούτνικ» τη δεκαετία του 1950 έως την έκρηξη της ανάπτυξης ηλεκτρονικών από την Ιαπωνία τη δεκαετία του 1980, οι Αμερικανοί έχουν επανειλημμένα φοβηθεί ότι θα χάσουν το τεχνολογικό τους πλεονέκτημα από ξένους αντιπάλους. Κάθε φορά όμως οι ΗΠΑ αντιδρούσαν διπλασιάζοντας τα δυνατά τους σημεία – προσελκύοντας παγκόσμια ταλέντα, επενδύοντας σε έρευνα αιχμής, επιβάλλοντας το δίκαιο του ανταγωνισμού (αντιμονοπωλιακή νομοθεσία) – και τελικά αναδείχθηκαν ισχυρότερες. Σήμερα, ωστόσο, η σοβαρότερη απειλή για την τεχνολογική ηγεσία της Αμερικής είναι η διάβρωση των βασικών πλεονεκτημάτων της χώρας εκ των έσω. Οι πολιτικές του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ μοιάζουν σχεδόν σχεδιασμένες να διαλύουν τους ίδιους τους πυλώνες της αμερικανικής καινοτομίας.
Ο πρώτος πυλώνας είναι τα ερευνητικά ιδρύματα της Αμερικής. Ο δεύτερος, στενά συνδεδεμένος πυλώνας είναι το ταλέντο. Για περισσότερο από δύο αιώνες το μεγαλύτερο πλεονέκτημα της Αμερικής ήταν η ικανότητά της να προσελκύει ανθρώπους από όλον τον κόσμο. Ο τρίτος πυλώνας είναι ο ανταγωνισμός. Η τεχνολογική επανάσταση της Αμερικής δεν προήλθε από προστατευόμενες βιομηχανίες, προήλθε από εταιρείες που έπρεπε να ανταγωνιστούν τους διεκδικητές, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Αλλά η δέσμευση της Αμερικής για έντονο ανταγωνισμό έχει αποδυναμωθεί εδώ και δεκαετίες. Και σαν να μην ήταν αρκετά κακές αυτές οι τάσεις, το δασμολογικό τείχος του Τραμπ θα επιταχύνει την κατρακύλα. Ο τέταρτος παράγοντας είναι η χρηματοδότηση. Ωστόσο αυτή η μηχανή έχει πλέον σβήσει. Οι φοροελαφρύνσεις του Τραμπ θα διευρύνουν το δημοσιονομικό έλλειμμα, αναγκάζοντας το υπουργείο Οικονομικών να δανειστεί περισσότερο και πιθανότατα ωθώντας προς τα πάνω τα επιτόκια. Ο πέμπτος πυλώνας είναι ένα αμερόληπτο κράτος. Σήμερα αυτές οι θεσμικές διασφαλίσεις αποδυναμώνονται. Υπό τη διοίκηση Τραμπ τα ιστορικά πλεονεκτήματα της Αμερικής επιδεινώνονται ραγδαία.