Το φάντασμα πάνω από την Ελλάδα

Το ελληνικό κράτος έχει διαχρονικά και δομικά προβλήματα. Η κρίση τα έφερε στην επιφάνεια πριν από 15 χρόνια, αναγκάζοντάς μας – και κυρίως τις μεγαλύτερες γενιές – να κοιταχτούμε στον καθρέφτη. Ανεξαρτήτως ηλικίας ή ιδεολογικών καταβολών, όλοι αναγνωρίζουν τα ίδια προβλήματα ως κεντρικά: παραγωγικό μοντέλο, ασφαλιστικό, υπερφορολόγηση, παιδεία και υγεία, απονομή δικαιοσύνης, στεγαστικό. Και όλοι συμφωνούν σε ένα πράγμα: χρειάζονται ριζικές αλλαγές, παρότι διαφωνούν στις επιμέρους λύσεις.

Αν πλανάται ένα φάντασμα πάνω από την Ελλάδα, αυτό δεν είναι ούτε ο λαϊκισμός, ούτε η ιδεολογική πόλωση. Είναι το αίσθημα ότι τίποτα δεν έχει αλλάξει ουσιαστικά. Το ξέρουμε όλοι και το βιώνουμε καθημερινά. Το συναίσθημα που μας ενώνει σήμερα είναι το «δεν πάει άλλο».

Αναπαράγεται συχνά το αφήγημα πως «ο Ελληνας δεν αλλάζει γιατί δεν θέλει να αλλάξει». Ισως μας εμφυτεύτηκε στα χρόνια της κρίσης, στον πεσιμισμό και στο αδιέξοδό της, ειδικά σε εμάς τους νεότερους. Αλλά δεν είναι έτσι. Κατά κοινή ομολογία, η ανάγκη για ριζοσπαστικές αλλαγές είναι εδώ. Εκφράστηκε στην πρόσφατη και μεγαλύτερη πολιτική κινητοποίηση της σύγχρονης ιστορίας μας. Είναι εμφανές ότι μας νοιάζει η πατρίδα μας, ότι δεν είμαστε ευχαριστημένοι, και ότι πιστεύουμε ότι μπορούμε να αλλάξουμε προς το καλύτερο. Αλλιώς δεν θα κατεβαίναμε στους δρόμους. Οι μεγάλες αλλαγές, τα ιστορικά άλματα προς τα εμπρός, ξεκίνησαν από τους πολίτες αλλά υλοποιήθηκαν από τις κυβερνήσεις.

Ο συνήθης ύποπτος που σταματά τις μεγάλες αλλαγές στη μεταπολιτευτική Ελλάδα ήταν και είναι το πολιτικό κόστος. Οι κυβερνήσεις της ΝΔ τα τελευταία έξι χρόνια είχαν το πολιτικό περιθώριο να τα βάλουν με συνδικάτα, επαγγελματικούς κλάδους, επιχειρηματικά, μιντιακά και οικονομικά συμφέροντα. Κυβέρνησαν (και κυβερνούν) χωρίς αντίπαλο, με ξεκάθαρη εντολή.

Οι ίδιοι διαβάζουν την ψήφο των Ελλήνων υπό το πρίσμα του φόβου. «Μας ψηφίζουν για να φύγει ο ΣΥΡΙΖΑ, να μη βγει η Ζωή κ.τ.λ.». Επανειλημμένα κατά τη διάρκεια και μετά την κρίση, όμως, έχει αποδειχθεί ότι οι Ελληνες  ψηφίζουν υπέρ της αλλαγής και δεν δείχνουν να εκβιάζονται. Εδωσαν ευκαιρία στον Τσίπρα και δεν φοβήθηκαν το δημοψήφισμα, ψηφίζοντας εναντίον των Μνημονίων. Για μεγάλες αλλαγές ψηφίστηκε και ο Μητσοτάκης – εξού και στηρίχθηκε και από μεγάλο κομμάτι του Κέντρου.

Είναι σημαντικό να διαχωρίσει κανείς την έννοια του διαχειριστή από αυτή του ηγέτη. Ο Πρωθυπουργός έχει υπάρξει ανώτερος σε επίπεδο διαχείρισης της κυβέρνησης από τους πρόσφατους προκατόχους του. Δεν έχει κάνει όμως ούτε μία ριζική μεταρρύθμιση ή αλλαγή. Πλην ίσως του γάμου ομοφύλων (που μπράβο του), δεν μπορώ να σκεφτώ μία πολιτική απόφαση με διαχρονικό και θεμελιώδη αντίκτυπο για την Ελλάδα και τους Ελληνες. Δεν έχει πάρει τις δύσκολες αποφάσεις που συχνά έχουν πολιτικό κόστος και δεν έχει εκμεταλλευτεί το πολιτικό κεφάλαιο με το οποίο τον εμπιστεύτηκαν οι πολίτες.

Ο ηγέτης είναι αυτός που παίρνει τις δύσκολες αποφάσεις και φέρνει τις μεγάλες αλλαγές. Μπορεί κανείς να φανταστεί σε 50 χρόνια ένα αεροδρόμιο ή μία κεντρική λεωφόρο να φέρει το όνομα του Πρωθυπουργού; Θα μπορούσε να συγκριθεί με τον Καποδίστρια ή τον Βενιζέλο; Κι όμως, με αυτούς πρέπει να μετριέται κάθε έλληνας πρωθυπουργός. Και εμείς, ως πολίτες, πρέπει να τους κρίνουμε ανάλογα. Η κοινωνία είναι έτοιμη για τις μεγάλες αλλαγές. Και η Ελλάδα έχει ανάγκη από ηγέτες που θα τις εφαρμόσουν.

Ο Γιώργος Σκανδαλίδης είναι απόφοιτος Πολιτικής Φιλοσοφίας του University of Cambridge