Οι αυξημένες πλειοψηφίες ορίζονται από 300 βουλευτές

Η απόφαση του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου (ΑΕΔ) είναι εύλογη και ισορροπημένη. Δικαίωσε όσους υποστήριζαν ότι υπήρχε ζήτημα υποκρυπτόμενης ηγεσίας. Δικαίωσε τη θέση ότι ο νόμος είναι σύμφωνος με το Σύνταγμα και μπορεί να είναι αποτελεσματικός. Αν στις εκλογές μετάσχει κόμμα στο οποίο ασκεί διοίκηση πρόσωπο που έχει καταδικαστεί για σπουδαίας πολιτειακής απαξίας αδικήματα, η εκλογή των βουλευτών του μπορεί να προσβληθεί ως άκυρη. Αυτό έγινε και εδώ. Με μία διαφορά. Λίγοι είχαν το θάρρος να καταγγείλουν δημόσια το ζήτημα και να υποστηρίξουν ενστάσεις. Και σήμερα πρέπει να τους επιδοκιμάσουμε γιατί υπερασπίστηκαν δημοκρατικά δίκαια. Αλλά επειδή οι ενστάσεις των ολίγων αφορούσαν συγκεκριμένες εκλογικές περιφέρειες, ακυρώθηκε μόνο η ανακήρυξη στις συγκεκριμένες έδρες. Δηλαδή μόνο τριών βουλευτών. Εδώ ίσως το ΑΕΔ υπήρξε συντηρητικό. Θα μπορούσε να θεωρήσει ότι συμπροσβάλλεται η ανακήρυξη σε όλες τις περιφέρειες, για την ενότητα του λόγου, και, αφού ακούσει όλους τους ενδιαφερόμενους, να οδηγηθεί σε συνολική ακύρωση. Το ΑΕΔ δεν ελέγχει ατομικές πράξεις, αλλά, κατά το Σύνταγμα, το κύρος των εκλογών, εθνικών εκλογών, όπου ο καθορισμός του αριθμού των εδρών στα κόμματα γίνεται σε ενιαία βάση στην επικράτεια.

Τι γίνεται μετά την ακύρωση; Η πλήρωση των κενών εδρών είναι ζήτημα του νόμου. Εδώ ο νόμος σιωπούσε. Το Δικαστήριο δέχτηκε ότι δεν μπορεί μόνο του να καλύψει το κενό. Ετσι, οδηγήθηκε στη μη πλήρωση των εδρών. Αυτό δεν ξενίζει. Είναι λύση νοητή, την οποία μάλιστα το Σύνταγμα επιβάλλει αν η απόφαση έβγαινε τον τέταρτο χρόνο της βουλευτικής περιόδου. Είναι και ισορροπημένη λύση, για να μη δοθεί η εντύπωση ότι ο αγώνας δίδεται για τα αξιώματα. Πάντως, η αυστηρά ορθή λύση θα ήταν ανακαθορισμός των εδρών στα (υπόλοιπα) κόμματα σε επίπεδο επικράτειας, διότι εκεί εμφιλοχώρησε το πρόβλημα. Στη συνέχεια θα γινόταν ανακατανομή των εδρών που ακυρώθηκαν, ως αδιάθετων.

Τι γίνεται τώρα; Η Βουλή θα έχει 297 μέλη. Οι αυξημένες πλειοψηφίες όμως ορίζονται κατά το Σύνταγμα βάσει του «όλου αριθμού των βουλευτών», δηλαδή του νόμιμου αριθμού (300). Γιατί; Ωστε ο αριθμός να είναι σταθερός, μη υποκείμενος σε παιχνίδια, και αντιπροσωπευτικός του λαού.

Το ζήτημα είχε τεθεί το 1874, όταν καταπατήθηκαν οι συνταγματικές διατάξεις περί απαρτίας με το σόφισμα ότι δεν λαμβάνονται υπόψη οι έδρες για τις οποίες δεν έχει ανακηρυχθεί βουλευτής ή αυτός δεν έχει ορκισθεί. Αυτό οδήγησε στην πτώση του Βούλγαρη, την άνοδο του Τρικούπη το 1875 και την κήρυξη άκυρων των νόμων. Η 30ή Νοεμβρίου είχε έκτοτε θεωρηθεί μελανή ημέρα του κοινοβουλευτισμού και για δεκαετίες η Βουλή εκείνη την ημέρα δεν συνεδρίαζε. Ετσι, στην αναθεώρηση του 1911 εισήχθη η φράση περί «όλου αριθμού», δηλαδή εν προκειμένω 300.

Ο Νίκος Παπασπύρου είναι αναπληρωτής καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου και διευθυντής στο Εργαστήριο Συνταγματικών Ερευνών της Νομικής Σχολής (ΕΚΠΑ).