Η Ιερά Μονή Σινά και το διεθνές δίκαιο

Η Ιερά Μονή της Αγίας Αικατερίνης του Σινά αποτελεί ιστορικό και εκκλησιαστικό θεσμό υψηλότατου κύρους, όχι μόνο για την Ορθοδοξία αλλά και για τη διεθνή έννομη τάξη. Η αδιάλειπτη λειτουργία της επί περισσότερους από δεκαπέντε αιώνες, σε συνθήκες συχνά αντίξοες, έχει εδραιώσει το ειδικό νομικό και θεσμικό καθεστώς της, το οποίο αναγνωρίζεται σιωπηρά αλλά σταθερά από την αιγυπτιακή έννομη τάξη και το διεθνές δίκαιο.

Η εκκλησιαστική της ιδιαιτερότητα επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι συνιστά τη μοναδική αυτοκέφαλη και αυτοδιοίκητη μονή, με δικό της Αρχιεπίσκοπο (Σινά, Φαράν και Ραϊθώ), ο οποίος εκλέγεται από την Αδελφότητα και χειροτονείται από τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων, χωρίς όμως να υπάγεται διοικητικά σε αυτόν. Οι μοναχοί της υπήρξαν πάντοτε ελληνόφωνοι και προερχόμενοι από τον ευρύτερο ελληνικό πολιτισμικό χώρο, ενώ η πνευματική της παράδοση έχει οργανικά ενταχθεί στο οικουμενικό σώμα της Ορθόδοξης Εκκλησίας με διακριτή ελληνική σφραγίδα. Η  Μονή διαθέτει επίσης πλήρη νομική προσωπικότητα και τεκμήριο ιστορικής κυριότητας επί των περιουσιακών της στοιχείων, τα οποία έχουν αναγνωριστεί επί αιώνες τόσο από τις βυζαντινές και τις  οθωμανικές αρχές όσο και από την Αιγυπτιακή Πολιτεία, ιδίως με βάση τη θεωρία της «ιστορικής κυριότητας» (possession immémoriale).

Σήμερα, η δικαστική αμφισβήτηση περιουσιακών δικαιωμάτων της Μονής εγείρει ουσιώδη ερωτήματα ως προς την έμπρακτη προστασία του θρησκευτικού της καθεστώτος και την υποχρέωση του αιγυπτιακού κράτους να διασφαλίσει την οντότητά της ως ιδιοκτήτη αλλά κυρίως ως θεσμού με καθεστώς de facto και de jure διεθνούς προστασίας.

Παρότι η Αίγυπτος δεν δεσμεύεται από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ούτε υπάγεται στη δικαιοδοσία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, δεσμεύεται από το εθιμικό διεθνές δίκαιο, όπως αυτό διαμορφώνεται και ερμηνεύεται από τα διεθνή fora και τη σχετική νομολογία. Πρωτίστως, είναι συμβαλλόμενο μέρος στο Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (άρθρο 18: θρησκευτική ελευθερία) και στην Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (άρθρο 17: προστασία της ιδιοκτησίας). Οι δεσμεύσεις αυτές δεν εξαντλούνται σε επίπεδο διακηρύξεων, αλλά επιβάλλουν θετική υποχρέωση αποτροπής επεμβάσεων στην ταυτότητα και βιωσιμότητα θρησκευτικών νομικών προσώπων.

Η προστασία των περιουσιακών στοιχείων της Μονής δεν είναι ζήτημα ιδιωτικού δικαίου ή διοικητικής διαφοράς, αλλά πυρηνικό στοιχείο της καταστατικής και διεθνούς κατοχύρωσης της θρησκευτικής ελευθερίας. Η προσβολή της κυριότητας – ή ακόμη και η νομιμοποίησή της μέσω παραλείψεων – συνιστά έμμεση μορφή διοικητικού ή δικαστικού καταναγκασμού, η οποία είναι ασυμβίβαστη με τις υποχρεώσεις του κράτους δικαίου.

Από την άλλη πλευρά, οι διμερείς σχέσεις Ελλάδας – Αιγύπτου έχουν ενισχυθεί σε στρατηγικό επίπεδο. Η διατήρηση της παρουσίας του ελληνικού και ορθόδοξου στοιχείου στη χερσόνησο του Σινά δεν αποτελεί μόνο εθνικό αίτημα, αλλά και τεκμήριο ιστορικής και πολιτισμικής συνέχειας, το οποίο υπηρετεί τη σταθερότητα και την αμοιβαία εμπιστοσύνη. Η προστασία της Μονής ίσως να συνιστά δοκιμασία ειλικρίνειας αυτής της συνεργασίας.

Τέλος, το αιγυπτιακό κράτος δεν περιορίζεται στη δικαιοδοσία των δικαστηρίων του. Διαθέτει τη νομοθετική και εκτελεστική αρμοδιότητα να κατοχυρώσει ρητώς τα ιδιοκτησιακά και λειτουργικά δικαιώματα της Μονής, να τερματίσει την κατάσταση αβεβαιότητας και να επιβεβαιώσει ότι η έννοια της θρησκευτικής ελευθερίας έχει θεσμική πολιτική προτεραιότητα. Η διασφάλιση της Μονής Σινά είναι ζήτημα νομικής συνέπειας, διπλωματικής αξιοπιστίας και διεθνούς ευθύνης.

Ο Αρχιμανδρίτης Αθηναγόρας Σουπουρτζής είναι καθηγητής Εκκλησιαστικού και Κανονικού Δικαίου Θεολογικής Ακαδημίας Volyn Ουκρανίας – επισκέπτης καθηγητής Ανώτατης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Αθηνών