Κρίση, brain drain, ανάπτυξη

Κατά κανόνα αντιμετωπίζουμε την οικονομική κρίση που ξεκίνησε το 2009 ως ένα συμβάν με πολύ σοβαρές οικονομικές και πολιτικές ανατροπές. Δεν αρκεί. Η κρίση επηρέασε ιδεολογίες, αντιλήψεις, συμπεριφορές, με σοβαρές συνέπειες που ξεπερνούν τον στενό ορίζοντα των δέκα ή δεκαπέντε ετών που μεσολάβησαν. Βλέπουμε πόσο η ελαφρότητα με την οποία δεχθήκαμε να πάμε προς την κατάρρευση έχει συνέπειες που ξεπερνούν απλουστευτικές θεωρήσεις. Ενα – μεταξύ πολλών – μεγάλο πρόβλημα αφορά τον ανθρώπινο παράγοντα, στον οποίο και επικεντρώνεται αυτό το κείμενο.

Στο θέμα αυτό συναντώνται πέντε τουλάχιστον αλληλένδετα προβλήματα: πρόβλημα υπογεννητικότητας, πρόβλημα φυγής ανθρώπινου κεφαλαίου,  πρόβλημα γήρανσης, πρόβλημα αμοιβών και συνθηκών εργασίας για έλληνες εργαζόμενους, αλλά και εποχικούς μετανάστες και πρόβλημα εθνικής υπόστασης, καθώς γύρω στο 2050 εκτιμάται ότι στην Ελλάδα θα έχει μειωθεί ο πληθυσμός κάτω από 8 εκατομμύρια, ενώ στην Τουρκία θα έχει αυξηθεί όσος είναι ο σημερινός συνολικός πληθυσμός μας (γύρω στα 10 εκατομμύρια).

Συνοπτικά:

n Μεταξύ 2011 και 2022 οι γεννήσεις υπολείπονται των θανάτων κατά 331 χιλιάδες πρόσωπα, αν και η τάση αυτή ξεκίνησε νωρίτερα. Ομως, από το 2011 και μετά είναι ορατή μια πιο έντονη μείωση των γεννήσεων.

n Μεταξύ 2010 και 2024 ο πληθυσμός άνω των 65 ετών αυξήθηκε κατά 366 χιλιάδες πρόσωπα και ο πληθυσμός 20-64 ετών μειώθηκε κατά 319 χιλιάδες, χωρίς να συμπεριλαμβάνεται η μείωση των γεννήσεων που προαναφέρθηκε, αφού όσοι γεννήθηκαν μετά το 2011 δεν έχουν φτάσει το 20ο έτος ηλικίας.

n Η φυγή προς το εξωτερικό (αφαιρώντας τις επιστροφές) είναι τουλάχιστον 230 χιλιάδες πρόσωπα, αν και οι πραγματικοί αριθμοί πιθανότατα είναι αρκετά δυσμενέστεροι.

n Η εισροή εποχικών μεταναστών για αγροτικές εργασίες, τουρισμό, κατασκευές μειώθηκε σημαντικά, δεδομένου ότι άλλες χώρες προσφέρουν καλύτερες αμοιβές και όρους εργασίας. Πόσο; 150 χιλιάδες, 200 χιλιάδες;

n Οι τρεις τελευταίοι παράγοντες σημαίνουν ένα κενό πάνω (ίσως και πολύ πάνω) από 600-700 χιλιάδες άτομα. Ο πληθυσμός της Ελλάδας μειώνεται και υπάρχει σημαντική έλλειψη εργαζόμενων, τόσο σε ανειδίκευτες, όσο και σε ειδικευμένες κατηγορίες. Και τα δύο αυτά κενά σημαίνουν μειωμένη παραγωγή, μειωμένη παραγωγικότητα, μειωμένους ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης, μειωμένη επενδυτική δραστηριότητα και αναιμικές επιδόσεις στη βελτίωση του επιπέδου ζωής, των εισοδημάτων και των ανισοτήτων, που, με τη σειρά τους, εγκυμονούν κοινωνικές και πολιτικές αστάθειες.

Σκέψεις, ότι η μείωση του αριθμού των εργαζόμενων μπορεί να αντισταθμιστεί από την είσοδο περισσότερων γυναικών στην αγορά εργασίας, έχουν το πρόβλημα, ότι ακόμα και αν ο στόχος αυτός επιτυγχανόταν, θα σημειωνόταν μεν αυξημένη συμβολή της εργασίας, αλλά αυτό θα λειτουργούσε ακόμα πιο περιοριστικά στη γεννητικότητα, επιβαρύνοντας την ταχύτητα γήρανσης του πληθυσμού. Μάλιστα, πιθανόν, το πρόβλημα να ενταθεί έτσι κι αλλιώς, αν οι χαμηλοί μισθοί πιέσουν τον γυναικείο πληθυσμό να εισέλθει στην αγορά εργασίας για να συμπληρώσει ένα χαμηλό εισόδημα του νοικοκυριού. Στην ουσία, όλα αυτά οδηγούν στην υπόθεση, ότι με δεδομένες τις συμπιεσμένες (καθαρές) αμοιβές της εργασίας και με παράγοντες όπως η ποιότητα ζωής, οι φορολογικές-ασφαλιστικές επιβαρύνσεις, η διαφθορά ή η αποδυνάμωση των θεσμών, τα νέα ζευγάρια θα διστάζουν να διευρύνουν τα οικογενειακά βάρη και να αναλάβουν την ανατροφή παιδιών σε πιεστικές και αβέβαιες συνθήκες διαβίωσης. Σήμερα (στοιχεία 2023), 1,6 εκατ. μισθωτοί (70% του συνόλου) αμείβονται με καθαρό μηνιαίο μισθό περίπου από 400 μέχρι 950-1.000 ευρώ. Είτε λόγω χαμηλής παραγωγικότητας, είτε λόγω αδικαιολόγητων ανισοτήτων, το αποτέλεσμα είναι ίδιο: πίεση στα νοικοκυριά, η οποία τα ωθεί στο να μειώσουν νέα οικογενειακά βάρη, με σοβαρό αντίκτυπο στη γεννητικότητα. Τα διάφορα μικροκίνητρα που έχουν θεσπιστεί κατά καιρούς αποδεικνύονται αναποτελεσματικά.

Συνεπώς, το πρόβλημα της φυγής ανθρώπινου δυναμικού πρέπει να το δούμε στο πλαίσιο ενός συνόλου εξελίξεων που αλληλοεπηρεάζονται και καθορίζουν τις ευρύτερες συνέπειες για τη χώρα: το δημογραφικό (και αναπτυξιακό), το ύψος των μισθών, καθημερινές μη χρηματικές επιβαρύνσεις, εξειδίκευση της χώρας σε δραστηριότητες μέσης και χαμηλής παραγωγικότητας, χαμηλές επενδύσεις, επιδείνωση του θεσμικού πλαισίου κ.ά. Το πρόβλημα της γήρανσης αφορά μεγαλύτερο αριθμό αναπτυγμένων χωρών, αλλά η Ελλάδα βρίσκεται στην 9η υψηλότερη θέση υπεργήρανσης στον κόσμο! Επιπλέον, σημειώνεται μια τάση υπερσυγκέντρωσης πληθυσμού σε εξαιρετικά περιορισμένο τμήμα της επικράτειάς της, που, με διαφορετικά λόγια, σημαίνει ερήμωση σημαντικών τμημάτων της ελληνικής υπαίθρου, που, και αυτή, γίνεται όλο και πιο αισθητή – και επικίνδυνη. Αυτά δεν ανατρέπονται. Μπορούν όμως να επιβραδυνθούν ή να ανακοπούν. Μελέτες κυρίως του Β. Κοτζαμάνη, αλλά και των Μ. Νεκτάριου και της Α. Τραγάκη κ.ά., έχουν αναδείξει από καιρό το πρόβλημα.

Τα παραπάνω έχουν μια απαισιόδοξη γεύση. Ομως όπως λέει και ένα τραγούδι, η πραγματικότητα ή ίδια είναι ή δεν είναι απαισιόδοξη, όχι η σκέψη πάνω στην πραγματικότητα. Εχουν και μια γεύση προνοητικότητας. Ποτέ, η αδιαφορία για τις προειδοποιήσεις ως προς τις δυσκολίες που θα προκύψουν δεν απέτρεψε την εμφάνισή τους. Αντίθετα, τις έφερε πιο κοντά. Αν ο προβληματισμός για το αύριο της χώρας πιέσει για μια έστω καθυστερημένη προσπάθεια αντιμετώπισης, πιθανότατα, οι εξελίξεις θα είναι λιγότερο αρνητικές από ό,τι διαφαίνονται σήμερα.

Ο Τάσος Γιαννίτσης είναι οικονομολόγος και πρώην υπουργός Εσωτερικών