
Η δημόσια αντιπαράθεση μεταξύ του τέως υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας Θόδωρου Σκυλακάκη και του δημάρχου Θάσου Ελευθέριου Κυριακίδη, με αφορμή την επένδυση αποθήκευσης διοξειδίου του άνθρακα (CO₂) στον Πρίνο, φέρνει στο προσκήνιο ένα ζήτημα κρίσιμης σημασίας: Μπορεί η περιβαλλοντική ευαισθησία να συμβαδίζει με την αναπτυξιακή προοπτική; Ή μήπως έχει μετατραπεί σε πρόσχημα τοπικών και πολιτικών συμφερόντων που αντιστέκονται σε κάθε αλλαγή;
Ο Θ. Σκυλακάκης με άρθρο του καταγγέλλει τον «περιβαλλοντικό λαϊκισμό» που – όπως υποστηρίζει – παρεμποδίζει σημαντικά έργα και επενδύσεις με θετικό αποτύπωμα για την οικονομία και το περιβάλλον. Ειδικά για το έργο CCS στη Θάσο, αναφέρεται στην αποθήκευση CO₂ σε υπόγεια γεωλογικά κοιτάσματα, που επί εκατομμύρια χρόνια φιλοξενούσαν με ασφάλεια υδρογονάνθρακες. «Η τεχνολογία είναι απολύτως ασφαλής και κρίσιμη για την παγκόσμια μάχη κατά της κλιματικής αλλαγής», γράφει, σημειώνοντας ότι η διαρροή του CO₂ στη θάλασσα είναι εξαιρετικά απίθανη και ασήμαντη σε επιπτώσεις, ενώ η εναλλακτική, η διατήρηση του ενεργού κοιτάσματος πετρελαίου, είναι σαφώς πιο ρυπογόνα και επικίνδυνη.
Απέναντι σε αυτή τη θέση, ο δήμαρχος Θάσου ξεκαθαρίζει πως ο δήμος με θεσμικό τρόπο και δημόσια απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου έχει εκφράσει την αντίθεσή του στο έργο, όχι με διάθεση λαϊκισμού αλλά με επίγνωση των ανησυχιών της τοπικής κοινωνίας. «Εκπροσωπούμε θεσμικά τη βούληση των πολιτών και δεν είμαστε εμπόδιο στην πρόοδο, αλλά υπερασπιστές της ποιότητας ζωής και της φήμης του νησιού μας ως τουριστικού προορισμού», τόνισε. Παράλληλα, εξέφρασε την απογοήτευσή του για τον τρόπο που ο Θ. Σκυλακάκης φέρεται να απαξιώνει τις τοπικές ανησυχίες ως «φόβο του καινούργιου» και συνέδεσε την απουσία διαβούλευσης με τον Δήμο με μια πρακτική επιβολής από τα πάνω.
Ωστόσο, πίσω από τη σφοδρότητα του διαλόγου κρύβεται μια πιο ουσιαστική σύγκρουση. Από τη μία, η ανάγκη της χώρας να υλοποιήσει έργα πράσινης μετάβασης, όπως το CCS, οι ανεμογεννήτριες ή η ενεργειακή αξιοποίηση πόρων, και από την άλλη, οι συχνά αντανακλαστικές αντιδράσεις τοπικών κοινωνιών που φοβούνται αλλαγές που ενδέχεται να πλήξουν την εικόνα ή τη λειτουργία των περιοχών τους.
Το ερώτημα είναι αν η δημόσια διαβούλευση μπορεί να μετατραπεί σε εργαλείο ουσιαστικού σχεδιασμού ή αν θα παραμείνει θύμα των πολιτικών παλινωδιών. Ο Θ. Σκυλακάκης, σε αυτό το πλαίσιο, επικρίνει την υποκρισία όσων σιωπούν στις πραγματικές περιβαλλοντικές καταστροφές (παράνομες χωματερές, αυθαίρετα, ρύπανση από φυτοφάρμακα) αλλά ξεσηκώνονται ενάντια σε οργανωμένα, αδειοδοτημένα έργα που έχουν θετικό περιβαλλοντικό αποτύπωμα. «Το περιβάλλον γι’ αυτούς είναι απλώς ένα πρόσχημα», τονίζει.
Από την άλλη, ο Δήμος Θάσου επιμένει πως η έννοια της περιβαλλοντικής ευθύνης δεν μπορεί να παρακάμπτει την κοινωνική συναίνεση. «Αν δεν λαμβάνεται υπόψη η φωνή των τοπικών κοινωνιών, τότε για ποιο πράσινο μοντέλο μιλάμε;», διερωτάται.
Η επένδυση στο CCS στη Θάσο ενσαρκώνει τον διχασμό ανάμεσα στην πρόοδο και την καχυποψία, ανάμεσα στον τεχνοκρατικό σχεδιασμό και τη θεσμική αντιπροσώπευση. Αντί για αντιπαραθέσεις, η απάντηση ίσως βρίσκεται στη δημιουργία ενός πλαισίου ανοιχτού διαλόγου, με σεβασμό τόσο στην επιστημονική τεκμηρίωση όσο και στη φωνή των τοπικών κοινωνιών. Γιατί η πράσινη μετάβαση απαιτεί και εμπιστοσύνη, όχι μόνο τεχνογνωσία.