«Οι Ανεξάρτητες Αρχές δεν είναι στην προτεραιότητα της πολιτείας»

Τη διαδρομή από τον Αρειο Πάγο μέχρι τα γραφεία όπου στεγάζεται η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, στις αρχές της Λεωφόρου Κηφισίας, επέλεξα να την κάνω πεζή, κι ας ήταν μεσημέρι με υψηλή θερμοκρασία. Ηταν καλή ευκαιρία να βάλω σε τάξη τις σκέψεις για τη συζήτηση που θα ακολουθούσε μέσα στο επόμενο μισάωρο με τον μακροβιότερο πρόεδρο της Αρχής Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και επίτιμο πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας Κωνσταντίνο Μενουδάκο.

Η ιδέα για τη συνάντηση «γεννήθηκε» με την ανακοίνωση από τον ίδιο της παραίτησής του από την προεδρία της Ανεξάρτητης Αρχής, ύστερα από σχεδόν δέκα χρόνια. Λίγο όμως οι ποινικές δίκες που… τρέχουν σε διαφορετικά ακροατήρια, και κρατούν μέχρι τις τρεις, λίγο οι υποχρεώσεις του προέδρου, o οποίος διακρίνεται για την οργανωτικότητα, τη συνέπεια και την αίσθηση καθήκοντος, δεν άφησε πολλά περιθώρια για να γίνει η συνάντηση μακριά από το γραφείο, που για τελευταία φορά θα βρεθεί εκεί με την ιδιότητα του προέδρου στα μέσα της επόμενης εβδομάδας.

«Το πεδίο της προστασίας των προσωπικών δεδομένων, όχι ως έννοια θεωρητική και αόριστη, αλλά ως ανάγκη στην καθημερινότητα όλων μας έχει ταυτιστεί την τελευταία δεκαετία με την παρουσία του Κωνσταντίνου Μενουδάκου», όπως μου έλεγαν πρόσφατα διαφορετικά πρόσωπα αναγνωρίζοντας την προσφορά του. Ο ίδιος ο πρόεδρος της Αρχής, που γνωρίζει καλύτερα από τον καθένα τον τομέα αυτό, ομολογεί ότι «ακόμα και σήμερα δεν έχει γίνει συνείδηση στον κόσμο η ανάγκη της προστασίας των συγκεκριμένων δικαιωμάτων. Εχω την αίσθηση ότι οι μεγάλες και σοβαρές επιχειρήσεις έχουν προσαρμοστεί περισσότερο από την πολιτεία και τον απλό κόσμο» λέει χωρίς να παραγνωρίζει ότι κάπου κάπου παραμονεύει ο φόβος της επιβολής των προστίμων.

Μετρά τις λέξεις του ή καλύτερα τις… ζυγίζει ως γνήσιος εκπρόσωπος της Δικαιοσύνης και με τη γνωστή – για όσους τον γνωρίζουν – νηφάλια προσέγγιση των θεμάτων που τον χαρακτηρίζει κάνει την «πικρή» διαπίστωση ότι «οι Ανεξάρτητες Αρχές, που τον τελευταίο καιρό χειρίζονται πολύ σοβαρές και ευαίσθητες υποθέσεις, δεν είναι στην προτεραιότητα της πολιτείας». Την ημέρα που ανακοίνωσε την αποχώρησή του είχε πει επικαλούμενος τον καθηγητή της Νομικής Σχολής και μέλος της Αρχής Σπύρο Βλαχόπουλο ότι «τα κόμματα αγαπούν τις Ανεξάρτητες Αρχές όταν είναι στην αντιπολίτευση και τις αμφισβητούν όταν είναι στην κυβέρνηση». Κάποιες φορές μάλιστα, όπως επισημαίνει ο Κωνσταντίνος Μενουδάκος με βάση την προσωπική του εμπειρία, «η αμφισβήτηση εκφράζεται με δηλώσεις, οι οποίες δίνουν την εντύπωση πιέσεων ή απειλών που υπονομεύουν το κύρος και την αξιοπιστία τους».

Το μεγάλο παράπονο του Κωνσταντίνου Μενουδάκου είναι ότι εδώ και πολλά χρόνια, παρά το γεγονός ότι τα προσωπικά δικαιώματα αποτελούν αγαθό ύψιστης αξίας, η Αρχή παραμένει υποστελεχωμένη και το προσωπικό της, που κατά την εκτίμησή του «είναι πολύ πάνω από τον μέσο όρο άλλων υπηρεσιών», καταβάλλει υπεράνθρωπες προσπάθειες για να ανταποκριθεί στις όλο και διαρκώς αυξανόμενες καταγγελίες των πολιτών.

Παρατηρώντας από απόσταση πια τις υποθέσεις που ταλάνισαν την Αρχή και απασχόλησαν τον πολιτικό βίο, ζητώ την άποψή του για τις τηλεφωνικές υποκλοπές, που κατά κοινή ομολογία είναι από τις πλέον σοβαρές που έχει χειριστεί ως πρόεδρος της Αρχής. «Στην υπόθεση αυτή, και η δική μας Αρχή και η Αρχή Διασφάλισης Απορρήτου Επικοινωνιών εξαντλήσαμε τις δυνατότητες που είχαμε. Εμείς, εξετάσαμε όλα τα δεδομένα, πώς κινήθηκε το Predator, σε ποιους έφτασε το μολυσμένο μήνυμα, ποιοι ήταν οι στόχοι, βρήκαμε τη διαδρομή του μηνύματος και το μόνο που δεν βρήκαμε ήταν η αρχή του μηνύματος, γιατί αυτό δεν ήταν εφικτό λόγω του της φύσης του κινητού που χρησιμοποιήθηκε. Επιπλέον, η ΑΔΑΕ έκανε τη δική της έρευνα για τα πρόσωπα που παρακολουθούσε νομότυπα η ΕΥΠ. Τώρα πια στη Δικαιοσύνη ανήκει το βάρος και ευθύνη να αξιοποιήσει αυτά τα πορίσματα».

Παρά το γεγονός ότι επί της ουσίας μετρά αντίστροφα για την ώρα της αποχώρησής του εξακολουθεί να εργάζεται με τους ίδιους ρυθμούς για να ολοκληρώσει, μαζί με τα μέλη της Αρχής, εκκρεμείς υποθέσεις, καθώς παραμένει άγνωστο αν και πότε θα εκκινήσει η συνταγματική διαδικασία για την επιλογή του διαδόχου του. Μέχρι τότε χρέη προέδρου θα εκτελεί ο αναπληρωτής του Γιώργος Μπατζαλέξης, επίτιμος αρεοπαγίτης. Μπορεί, «το πότε» θα επιλεγεί ο διάδοχος του να μην είναι ορατό, αλλά η θέση του Κωνσταντίνου Μενουδάκου για τη διαδικασία και τον υπολογισμό της αναγκαίας πλειοψηφίας, μετά και την πρόσφατη απόφαση του Εκλογοδικείου, που έχει ως αποτέλεσμα για πρώτη φορά στα κοινοβουλευτικά χρονικά η Βουλή να λειτουργεί με 297 βουλευτές, είναι ξεκάθαρη. «Ολες οι πλειοψηφίες θα πρέπει να υπολογίζονται με βάση το σύνολο των 300 βουλευτών» λέει. Αποψη με αναμφισβήτητη βαρύτητα και «θεσμική μνήμη» από τα χρόνια που υπηρέτησε ως πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, όταν διαδέχθηκε τον προκάτοχό του Παναγιώτη Πικραμμένο, ο οποίος αποχώρησε από το Ανώτατο Δικαστήριο για να υπηρετήσει τη χώρα ως υπηρεσιακός πρωθυπουργός. Αλλά και νωρίτερα, όταν επί σχεδόν και πάλι μία δεκαετία ο Κωνσταντίνος Μενουδάκος είχε υπηρετήσει ως πρόεδρος του Ε’ Τμήματος του ΣτΕ ασχολούμενος μόνο με θέματα περιβάλλοντος, που δεν βρίσκονταν στο επίκεντρο, όπως συμβαίνει τα τελευταία χρόνια εξαιτίας και της κλιματικής αλλαγής.

«Πολλά πράγματα που σήμερα είναι αυτονόητα δεν θα ήταν έτσι, αν δεν υπήρχε η νομολογία του Ε’ Τμήματος του ΣτΕ. Με βάση εκείνες τις αποφάσεις, το κράτος, η πολιτεία και ο νομοθέτης υποχρεώθηκαν να συμμορφωθούν προς την επιταγή του άρθρου 24 του Συντάγματος (σ.σ.: αφορά την προστασία του περιβάλλοντος) το οποίο για την εποχή του ήταν πρωτοποριακό. Το 1975 μόνο δύο Συντάγματα (της Γιουγκοσλαβίας και της Ιταλίας) είχαν σχετική πρόβλεψη και αυτή ήταν πιο χαλαρή σε σχέση με το ελληνικό Σύνταγμα. Εκείνες οι πρώτες αποφάσεις που ερμήνευσαν τη γενική αρχή του Συντάγματος με συγκεκριμένο κανονιστικό περιεχόμενο δεν ήταν απλώς μία ευχή ή μία προτροπή προς τον νομοθέτη αλλά δημιουργούσαν και την υποχρέωση με μία δημιουργική ερμηνεία του άρθρου 24», όπως λέει με λόγια απλά. Την ικανότητα να εξηγεί με απλά λόγια την είχε από τα χρόνια του ΣτΕ στην επαφή του με τους διαπιστευμένους συντάκτες του δικαστικού ρεπορτάζ συνδράμοντάς μας ουσιαστικά στην κατανόηση δύσκολων όρων και πυκνών νοημάτων που περιλαμβάνουν οι αποφάσεις των διοικητικών δικαστηρίων. Σε αυτό το σημείο της συζήτησης μάλιστα δεν παραλείπει να εξάρει τον ρόλο που διαδραμάτισε αργότερα, η πρόεδρος του ΣτΕ και μετέπειτα Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου σε σχέση με την αναγνώριση του ρόλου του Τύπου.

Το τρίπτυχο του δικαστή

Εχοντας διανύσει συνολικά 55 χρόνια στον χώρο της Δικαιοσύνης και μετέπειτα στην Αρχή μοιράζεται μαζί μας το τρίπτυχο με το οποίο θα έπρεπε να λειτουργεί κάθε δικαστής: «Να είναι ψύχραιμος, να ακούει τους διαδίκους με την ίδια προσοχή είτε πρόκειται για το κράτος είτε για κάποιον μεγάλο οικονομικό παράγοντα είτε για έναν απλό πολίτη και να έχει πάντοτε ενσυναίσθηση».

Αντί άλλων θεωριών ανασύρει από τη μνήμη του μία ιστορία από τα χρόνια που ήταν διευθυντής στην Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών: «Είχα πάρει ένα ταξί και μόλις είπα στον οδηγό ότι πήγαινα στη Σχολή τον είδα μαγκωμένο. Στην κουβέντα που κάναμε μου είπε ότι είχε ένα τροχαίο ατύχημα, τον καταδίκασαν σε μια ποινή και έφυγε ελεύθερος από το δικαστήριο, αλλά τον είχε πειράξει που ο δικαστής δεν τον άφησε να μιλήσει και να πει τη θέση του. Και τότε φαντάστηκα τη σκηνή. Ο συνάδελφος θεώρησε, και έτσι ήταν χωρίς καμία αμφιβολία, ότι είχε καταλάβει πώς έγινε το τροχαίο, αλλά στον πολίτη έμεινε το παράπονο ότι δεν ακούστηκε». «Και οι δικαστές έχουμε ελαττώματα», προσθέτει χαράσσοντας μία «κόκκινη γραμμή» που δεν είναι άλλη από την επικινδυνότητα εξαιτίας του «δικαστικού λαϊκισμού». Δεν κρύβει όμως πως αισθάνεται απογοήτευση, όταν βλέπει προσπάθεια εκ μέρους του νομοθέτη να κάνει ένα «bypass» φέρνοντας νεότερη διάταξη, όταν μία απόφαση δεν είναι η αναμενόμενη. «Εκείνο που με ενοχλεί είναι η περιπέτεια που μπαίνουν οι πολίτες, όταν το “bypass” δεν επιτυγχάνει και η νέα αυτή πρακτική διαταράσσει εκτός των άλλων και την ασφάλεια του δικαίου. Πολλές φορές με μπαλώματα πάνε να σώσουν μία κατάσταση και δημιουργούνται μεγαλύτεροι κίνδυνοι».

Αλήθεια είναι αυτό. Οπως αλήθεια είναι και η κρίση στη Δικαιοσύνη τον τελευταίο καιρό, που αποτυπώνεται σε όλα τα δημοσκοπικά ευρήματα. Ο Κωνσταντίνος Μενουδάκος τοποθετεί χρονικά την αμφισβήτηση του θεσμού «από τις υποθέσεις των Μνημονίων», όταν «με τις αποφάσεις της η Δικαιοσύνη έπρεπε να κάνει δύσκολες σταθμίσεις βάζοντας στη μία πλευρά της ζυγαριάς τον κίνδυνο χρεοκοπίας της χώρας και από την άλλη τα ατομικά δικαιώματα». Στα χρόνια που μεσολάβησαν για την εικόνα που έχει διαμορφωθεί έχουν μερίδιο ευθύνης και οι δικαστές, γιατί «πράγματι είναι κάποιες αποφάσεις που σε παραξενεύουν αν είσαι νομικός και σε παραξενεύουν ακόμα περισσότερο αν δεν είσαι νομικός».

Την ώρα που η Δικαιοσύνη κινείται στον «αστερισμό» των κρίσεων ενόψει της επιλογής ηγεσίας από το Υπουργικό Συμβούλιο τις επόμενες μέρες, διατυπώνει τη θέση ότι «το ζήτημα είναι να επιλέγεται με διαφάνεια ο καταλληλότερος και το μείζον ζήτημα είναι η εσωτερική ανεξαρτησία του δικαστή. Πιστεύω απόλυτα, γιατί το έχω ζήσει, ότι ο δικαστής δεν μπορεί να υποστεί πίεση αν δεν το θέλει. Ποτέ δεν με πήρε υπουργός να με πιέσει ή να μου ζητήσει κάτι».

Ετοιμος να παραδώσει το «χαρτοφυλάκιο» της Αρχής παραδέχεται πως όταν πέρασε για πρώτη φορά την πόρτα «δεν πίστευα ότι θα έμενα τόσα χρόνια, καθώς όταν ανέλαβα η θητεία μου ήταν δεδομένη χρονικά και μη ανανεώσιμη». Οσο για την επόμενη ημέρα και πώς τη βλέπει απαντά με την ίδια απλότητα: «Θέλω να διαβάζω τα βιβλία μου, να γράφω κατά βούληση και να ασχολούμαι με επιστημονικές δραστηριότητες». Ως εκ τούτου στο τέλος της κουβέντας αντί για αντίο, είπαμε εις το επανιδείν, αφού στα δύσκολα χρόνια που περνούν η Δικαιοσύνη και τα ατομικά δικαιώματα, η σοφία και η νηφαλιότητα ανθρώπων σαν του Κωνσταντίνου Μενουδάκου θα εξακολουθήσουν να αποτελούν σημείο αναφοράς για πολλούς εντός και εκτός της νομικής επιστήμης.