Τι πάω και θυμάμαι τώρα; Ισα ίσα για να μελαγχολήσω. Διότι δεν φτάνει που ήμουν σαράντα χρόνια νεότερη, δηλαδή στα πρώτα ντουζένια μου. Ζούσα και σε μια χώρα που θύμιζε σπίτι κλειστό το οποίο άνοιγε για πρώτη φορά πόρτες και παράθυρα. Να μπει ο ήλιος να το φωτίσει, να μπει αέρας να φρεσκάρει την ατμόσφαιρα. Σαν σήμερα λοιπόν. Πριν από σαράντα χρόνια. Πάνω στο θερινό ηλιοστάσιο. Η μεγαλύτερη ημέρα του χρόνου ήταν, τότε, μια πολύ μεγάλη ημέρα για την Ελλάδα. Ενα ακόμη όραμα της Μελίνας Μερκούρη γινόταν πραγματικότητα.
Η ιδέα ήταν η προσέγγιση των λαών της Ευρώπης μέσω του πολιτισμού. Ετσι δημιουργήθηκε ο θεσμός της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης. Με πρώτη πόλη την Αθήνα. Και επίσημη ημέρα έναρξης την 21η Ιουνίου 1985. Ε ρε μεγαλεία στο βαλκανικό μας, ακόμη, μικρόκοσμο. Μεγαλεία ουσίας, όχι κατ’ όνομα τύπου «αθηναϊκή ριβιέρα». Και ποιος δεν ήταν εκείνο το αργοπορημένο σούρουπο στον βράχο της Ακρόπολης; Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, σύσσωμο το υπουργικό συμβούλιο, ο Μιτεράν, όλοι οι υπουργοί Πολιτισμού της Ευρώπης, σπουδαίες προσωπικότητες. Και την τελετή την είχε σκηνοθετήσει ο Σπύρος Ευαγγελάτος.
Και τι δεν είδαμε εκείνο το καλοκαίρι, και τι εμπειρίες δεν ζήσαμε. Σε έναν έναν τηλεφωνούσε η ίδια η Μελίνα και του ζητούσε να συμμετέχει στις εκδηλώσεις. Τι να τους ζητήσει; Να τους παρακαλέσει, ακόμη και να τους εκβιάσει συναισθηματικά με τον δικό της μοναδικό τρόπο. Για παράδειγμα, ήθελε οπωσδήποτε τη «Μαχαμπαράτα» του Πίτερ Μπρουκ, στον οποίον είπε επί λέξει «Αν δεν έρθεις, θα πεθάνω».
Και ο Μπρουκ ήρθε κι εμείς ζήσαμε μια μοναδική θεατρική εμπειρία στην εννιάωρη παράσταση όπου πήγαμε με «στολή εκστρατείας» και ξηρά τροφή. Μέσα σε λίγους μήνες είδαμε παραστάσεις του Στάιν, του Ρονκόνι, του Στρέλερ, ακούσαμε συμφωνικές ορχήστρες υπό τη διεύθυνση του Ροστροπόβιτς και του Μπερνστάιν, θαυμάσαμε την Πίνα Μπάους. Αλλά ζήσαμε και τη διήμερη εμπειρία του «Rock in Athens» στο Καλλιμάρμαρο με καλλιτέχνες όπως οι Clash, οι Depeche Mode, οι Cure, οι Culture Club, οι Stranglers, οι Talk Talk που μόνο σε δίσκους μπορούσαμε να ακούσουμε έως τότε. Κι ήταν εκείνη τη χρονιά που τα νταμάρια της Αθήνας έγιναν θέατρα για να φιλοξενήσουν σπουδαίες εκδηλώσεις. Περπατούσαμε στην πόλη και ήταν σαν να συντονιζόμαστε με τους παλμούς μια ευρωπαϊκής πρωτεύουσας. Ούτε διακοπές δεν θέλαμε να πάμε εκείνο το καλοκαίρι.
Τα θυμάμαι και με πιάνει θλίψη. Και όχι μόνο διότι ήμουν σαράντα χρόνια νεότερη. Αλλωστε μέσα σε αυτά τα χρόνια η χώρα έχει «κρεμάσει» περισσότερο από την επιδερμίδα μου. Με ένα περίεργο τρόπο η Ελλάδα έχει «γεράσει» πολύ, άσχετο αν επικρατεί η νοοτροπία του θείου που κάθεται με τη νεολαία για να την κολακέψει. Σκέφτομαι τη Ελευσίνα ως Πολιτιστική Πρωτεύουσα, το πρόγραμμα του φετινού Φεστιβάλ Αθήνας και Επιδαύρου και η θλίψη γίνεται μεγαλύτερη. Ξέφτισα άραγε εγώ, ξέφτισε η χώρα ή μήπως ξέφτισε ο πολιτισμός;