Επος: διαμέρισμα 50 τ.μ. του 1980, 3ου ορόφου, 620 ευρώ τον μήνα. Αλλη αγγελία: 42 τ.μ. (μεταγενέστερη κατασκευή), 700 ευρώ. Αλλη αγγελία: 1.000 ευρώ για 90 τ.μ. ή 850 ευρώ για 65 τ.μ., με θέση στάθμευσης όμως. Λογαριασμός δύο μηνών ηλεκτρικού, το 2019, ήταν 95 ευρώ. Σήμερα για την ίδια κατανάλωση και το ίδιο διάστημα, 160 ευρώ, κάπου 70% αύξηση. Είναι μια μικρή αφήγηση αυτή. Οχι μόνο για την ακρίβεια, αλλά γιατί μέσα σε 61 λέξεις χωράνε 15 αριθμητικά προσδιοριστικά. Δεν αφορά τη Δεξιά (που συνδημιουργεί τις οικονομικές συνθήκες), δεν αφορά την Αριστερά, η οποία λύνει το Μεσανατολικό (και όχι βέβαια το Κυπριακό). Πρόκειται για ένα έπος που δεν βρίσκει κανενός είδους απάντηση στις τοποθετήσεις των οικονομολόγων ή των πολιτικών κατά τη συζήτηση του προϋπολογισμού.
Είναι αδύνατον να κατοικήσει ζευγάρι εάν δεν εργάζονται και οι δυο. Επίσης εάν πρόκειται για μικρή οικογένεια και χρειάζεται περίπου 1.000 ευρώ ενοίκιο, συν τους ποικίλους λογαριασμούς, το επίπεδο ζωής της δεν θα περιλαμβάνει κανενός είδους ψυχαγωγία και μάλλον δεν θα έχει περίσσευμα για διακοπές. Η νέα μικροαστική τάξη ζει υποτυπωδώς. Μπακαλική και τηλεόραση. Συχνά το υποτυπώδες εικονογραφείται στο αμερικανικό κοινωνικό σινεμά. Ιδρωμένοι τύποι που τρώνε πίτσα σε έναν λαδωμένο φαιοπράσινο καναπέ βλέποντας σόου μέχρι να τους πάρει ο ύπνος. Ενα διευρυμένο, σχεδόν καθολικό «Σπιρτόκουτο» (του Οικονομίδη) τυλίγει τον τόπο μας. Εικονογραφήσεις αυτού του «τίποτα» που διεκδικεί τον ρόλο της (νέας) μεσαίας τάξης. Υπό αυτούς τους όρους, η άλλη τάξη, το μείγμα προλεταριάτου και πρεκαριάτου, βρίσκεται στα σύνορα της αστεγίας.
Ποιοι αγοράζουν βιβλία; Ισως οι ίδιοι που βλέπουν εκθέσεις ζωγραφικής. Ποιοι είναι αυτοί οι προνομιούχοι της αναγνωστικής χαράς; Το Σάββατο στη Σόλωνος, στην Ακαδημίας, στην Ιπποκράτους και στις παρόδους βλέπεις μοναχικούς. Φαντάζεσαι τη ζωή τους. Π.χ. εργάζονται στην εκπαίδευση, έχουν κληρονομήσει ένα δυάρι στο Παγκράτι, ζουν με σφιχτό πρόγραμμα – αυστηρή εναλλακτική διατροφή –, δεν ξεκολλάνε από την πόλη ή τους φιλοξενεί μία βδομάδα φίλος, μεταφραστής, σε κάποιο εξοχικό πατρικό. Τα ζευγάρια, ιδίως όταν ο ένας έχει μείνει χωρίς εργασία, ζουν στην απόλυτη κατάθλιψη. Δεν είναι τα χρήματα μόνο, αλλά ο μηδενισμός των φαντασιώσεων. Ονειρεύονται να κερδίσουν στον τζόγο για να αλλάξουν τα κουφώματα.
Τι είναι το απόγευμα για έναν άνθρωπο που ζει σε αυτό το είδος (ανεκτού με τα μέτρα της πολιτικής) ορίου; Που πιέζεται από κοινόχρηστα, από απροσδόκητες και πανάκριβες βλάβες του ηλιακού, από το σέρβις στο αυτοκίνητο εικοσαετίας, που συνεχώς αναβάλλει; Πώς βλέπει το ηλιοβασίλεμα, πώς θυμάται τις παλιές του σχέσεις, πώς ανακεφαλαιώνει, πώς ταλαντεύεται ανάμεσα στη βιωμένη λέξη ή τη λόγια λέξη π.χ. ενός δροσερού δημοτικισμού μέσα στον καύσωνα; Πολιτική δεν είναι η επίλυση αυτού του μαζικού προβλήματος (οικονομικού και πολιτιστικού), αλλά η επιδέξια οργάνωση της υπεκφυγής. Ετσι η κυρίαρχη πολιτική αφήγηση δίνει έμφαση στους δείκτες και γλιτώνει από τους ημερήσιους σκληρούς αριθμούς. Αν-ακρίβεια. Ητοι, η πονηρά χαμένη μάχη κατά της ακρίβειας.
Ο Δημήτρης Σεβαστάκης είναι ζωγράφος και καθηγητής
στη Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του ΕΜΠ