
Ο διχασμός και η παρακμή του γαλλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος έγιναν ολοφάνερα και καθομολογήθηκαν στο συνέδριο που πραγματοποιήθηκε πριν από λίγες ημέρες στο Νανσί. Αν και η κατάσταση των γάλλων σοσιαλιστών δεν μπορεί να συγκριθεί με τις επαναλαμβανόμενες φαρσοκωμωδίες των δικών μας αριστερών κομμάτων, το 81ο συνέδριό τους κατέδειξε φτώχεια προσώπων και ιδεών. Στην πραγματικότητα, τους στοίχειωσε η σχέση τους με την Ανυπότακτη Γαλλία του Ζαν-Λικ Μελανσόν, του Sacré Méluche: o Mελανσόν, που ενσαρκώνει την άκρα Αριστερά – ριζοσπαστισμό, αντικαπιταλισμό, αντιδυτικισμό, ταξική πάλη, πολυπολιτισμικότητα, woke – επηρεάζει τουλάχιστον έναν στους πέντε Γάλλους, εφόσον, παρά τις δημοσκοπικές διακυμάνσεις, πάνω από το 10% δηλώνoυν επαναστάτες σοσιαλιστές ενώ άλλοι τόσοι αυτοπροσδιορίζονται ως οικοσοσιαλιστές και αντι-νεοφιλελεύθεροι. Το ερώτημα για τους Σοσιαλιστές, η βάση των οποίων έχει συμπιεστεί – το 2012 ο Φρανσουά Ολάντ είχε αποσπάσει 28,6% στον πρώτο γύρο των προεδρικών, ενώ στις ευρωεκλογές του 2024 ο Raphaël Glucksmann απέσπασε το 14% – είναι το αν θα μετεξελιχθούν σε σοσιαλδημοκράτες, ή αν, ως «σοσιαλιστές», θα παραμείνουν συνεργάτες της Ανυπότακτης Γαλλίας και ανοιχτοί στις συμμαχίες προς τα αριστερά.
Στο Nανσί συνεκλήθη ένα μάλλον ζοφερό κονκλάβιο, αν και, θα επιμείνω, χωρίς την ακατάσχετη μπουρδολογία που επικράτησε στο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ: δεν τίθεται θέμα σύγκρισης, το αναφέρω μόνο και μόνο επειδή συνέπεσε χρονικά. Αποκομμένο από το κοινό του, το Σοσιαλιστικό Κόμμα φαίνεται να ψηλαφεί στο σκοτάδι: άλλωστε, δεν καλοξέρουμε ποιο είναι αυτό το κοινό, δεδομένου ότι τις προηγούμενες προεδρικές εκλογές, η υποψήφια του Κόμματος Anne Hidalgo πήρε το 1,75% των ψήφων – όσο της άξιζε δηλαδή. Σήμερα η πλειονότητα των ψηφοφόρων του ΣΚ είναι άνω των 50 ετών· οι νεότεροι (18-35 ετών) ψηφίζουν Ανυπότακτους ή Οικολόγους. Το ΣΚ έχει ερείσματα στους δημοσίους υπαλλήλους, στους γιατρούς, στα διοικητικά στελέχη, στο δικαστικό σώμα, αλλά έχει χάσει τη στήριξη των εκπαιδευτικών οι οποίοι έχουν κινηθεί προς την άκρα Αριστερά· όχι μόνο του Μελανσόν αλλά και του Philippe Poutou ο οποίος κατεβαίνει στις προεδρικές εκλογές με το γκρουπούσκουλο «Νέο Αντικαπιταλιστικό Κόμμα».
Στο Νανσί, μερικοί σύνεδροι προσπάθησαν να πάρουν αποστάσεις από τον Sacré Méluche προσέχοντας να μη θεωρηθούν δεξιοί, ενώ άλλοι παραμέρισαν εύθυμα τις διαφορές τους με τη μελανσονική ισλαμοφιλία, τον αντιεβραϊσμό, τη ρητορική μίσους και τις πολιτικές αναφορές στον Ροβεσπιέρο και στους εθνικιστές του Τρίτου Δρόμου. Ο σκοπός του συνεδρίου ήταν η ενότητα· αλλά, όπως έλεγε ο Φρανσουά Μιτεράν, «δεν είναι η ενότητα που οδηγεί στη δύναμη, αλλά η δύναμη που οδηγεί στην ενότητα» – έτσι, στο Palais des Congrès βρέθηκαν άνθρωποι με διαφορετικές αφετηρίες: παλιοί τροτσκιστές (τροτσκιστές το 2025…), επίγονοι του Λιονέλ Ζοσπέν, νοσταλγοί του Μιτεράν και υπεραισιόδοξοι σοσιαλδημοκράτες που πιστεύουν στην αναγέννηση του κόμματος. Ωστόσο, το γεγονός ότι στις 5 Ιουνίου ο Οlivier Faure επανεξελέγη με οριακή πλειοψηφία επικεφαλής του Σοσιαλιστικού Κόμματος έναντι του Nicolas Mayer-Rossignol δείχνει ότι οι Σοσιαλιστές δεν καταφέρνουν να εκσυγχρονίσουν και να ξεκαθαρίσουν την ταυτότητά τους: Είναι επαναστάτες; Είναι μεταρρυθμιστές; Πόσο μεταρρυθμιστές; Επίσης: πόσο λαϊκισμό αντέχουν; Ποια είναι η απόστασή τους από την προεδρία (σε τι θα μπορούσαν να τη στηρίξουν; Σε τι διαφωνούν;) και ποια από την ισλαμοαριστερά; Πιστεύουν περισσότερο στους κοινοβουλευτικούς θεσμούς ή στη φωνή του δρόμου; Πώς αντιμετωπίζουν τον εξισλαμισμό, τη μετριοκρατία, τη σταθερότητα της δημοφιλίας της Μαρίν Λεπέν; Ποιο είναι το σχέδιό τους για τις δημοτικές του 2026 και για τις προεδρικές του 2027; Πάντως, ο Οlivier Faure θεωρείται μέλος του αριστερού κατεστημένου στο οποίο συνωστίζονται άτομα που πρεσβεύουν την «ενότητα της Αριστεράς» – όπως ο Pierre Jouvet. Η πτέρυγα του Faure επιδιώκει να προσελκύσει τους δυσαρεστημένους του Μελανσόν· για παράδειγμα, τον συμπαθητικό, πλην όμως υπεραριστερό, François Ruffin, καθώς και τους συνδικαλιστές που απεχθάνονται την Αριστερά «χαβιάρι – λιμουζίνα». Αλλά, το βλέπω χλωμό: η Ανυπότακτη Γαλλία έχει καταλάβει τον χώρο της επαναστατικής Αριστεράς και παρότι ο Μελανσόν είναι πλέον 73 ετών, έχει ακόμα δρόμο μπροστά του και πολλούς πιθανούς διαδόχους. Η έξυπνη και ωφέλιμη επιλογή θα ήταν η αναδιαμόρφωση μιας σοσιαλδημοκρατικής φυσιογνωμίας που να συσπειρώνει τις διάφορες σοσιαλιστικές ομάδες οι οποίες έχουν δημιουργηθεί δορυφορικά: την Place Publique του Raphaël Glucksmann και την Convention του Bernard Cazeneuve. Aυτά τα κινήματα και το οριακό αποτέλεσμα του συνεδρίου αποδεικνύουν ότι στο εσωτερικό του Σοσιαλιστικού Κόμματος ακούγεται το αίτημα για μια «υπεύθυνη Αριστερά», η οποία έχει εκλείψει παντού στον κόσμο. Οσο για τον Nicolas Mayer-Rossignol που εκπροσωπεί τη σοσιαλδημοκρατική τάση, αναρωτιέμαι γιατί δεν προσχωρεί, κάνοντας την καρδιά του πέτρα, στον συνασπισμό του Μακρόν.
Τι διαφοροποιεί τους Σοσιαλιστές από τη ριζοσπαστική αριστερά Μελανσόν – Poutou – Κoμμουνιστικού Κόμματος; Σε ιδεολογικό επίπεδο, μόνο ο φιλοευρωπαϊσμός τους. Σε επίπεδο δημογραφικής και γενικότερα κοινωνικής κατάστασης των ψηφοφόρων, το ΣΚ εμφανίζει υψηλότερη στήριξη σε ψηφοφόρους με τριτοβάθμια εκπαίδευση, ιδιαίτερα στις κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες, και διατηρεί τις δυνάμεις του στα αστικά κέντρα (Παρίσι, Ρεν, Ναντ, Τουλούζη), ενώ είναι σχεδόν ανύπαρκτο στις βιομηχανικές περιοχές όπου υπερισχύουν η Εθνική Συσπείρωση και οι Ανυπότακτοι. Αν θέλει λοιπόν να επιζήσει ως κόμμα, κι αν πιστεύει ότι είναι χρήσιμο για τη Γαλλία, ίσως θα έπρεπε να διαφοροποιηθεί από την άκρα Αριστερά και σε άλλα ζητήματα: για παράδειγμα, από το να εμφανίζεται ως διακριτικά αντικαπιταλιστικό θα μπορούσε να περιορίσει την αντικαπιταλιστική ρητορεία και να αντισταθμίζει τις ζημιές του καπιταλισμού με το κοινωνικό κράτος – όπως ήδη κάνει, αν και με κάποια αριστερή ενοχή. Με το να μιμείται το ακροαριστερό λεξιλόγιο γίνεται ουρά του Μελανσόν αποξενώνοντας τους πραγματιστές και όσους αριστερούς επιθυμούν ισορροπία κοινωνικού κράτους και φιλελεύθερης δημοκρατίας. Αλλωστε, δεν είναι λίγοι όσοι έχουν αγανακτήσει από την κατάρρευση του μορφωτικού επιπέδου στο κόμμα, από τις εσωκομματικές έχθρες κι από την έκπτωση της κοινωνικής συμπεριφοράς η οποία ταυτίζεται με την επαναστατικότητα, με το ατίθασο γαλλικό πνεύμα.