
«Οταν αυτός ο πρόεδρος μιλάει, ο κόσμος οφείλει να τον ακούει», δήλωσε αλαζονικά ο υπουργός Αμυνας των Ηνωμένων Πολιτειών, Πιτ Χέγκσεθ, στις δηλώσεις που έκανε χθες για την επίθεση κατά των πυρηνικών εγκαταστάσεων του Ιράν, η οποία είχε ολοκληρωθεί λίγες ώρες νωρίτερα. Προειδοποίησε δε την Τεχεράνη να μην απαντήσει, πλήττοντας αμερικανικούς στόχους στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής, διότι σε αυτή την περίπτωση θα δεχθεί ακόμη πιο ισχυρές επιθέσεις. Στόχος μας είναι η «ειρήνη μέσω της ισχύος», πρόσθεσε ο Χέγκσεθ, υπογραμμίζοντας πως καμία άλλη χώρα στον κόσμο δεν έχει τη δυνατότητα να διεξάγει παρόμοια στρατιωτική επιχείρηση – η οποία, σύμφωνα με τον ίδιο, στέφθηκε με απόλυτη επιτυχία.
Οσο για τον Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος είχε ανακοινώσει την επιχείρηση μέσω του δικτύου του Truth Social, δεν εξαπάτησε μόνο την Τεχεράνη και τη διεθνή κοινότητα, υποκρινόμενος αρχικά ότι διεξάγει διαπραγματεύσεις και στη συνέχεια ότι «το σκέφτεται», αλλά και τους ίδιους τους αμερικανούς πολίτες. Κι αυτό διότι, με τη διαταγή που έδωσε, απέδειξε ότι όχι μόνο δεν είχε την πρόθεση να τερματίσει όλους τους πολέμους που διεξάγονταν κατά την επιστροφή του στον Λευκό Οίκο (Ουκρανία, Γάζα), αλλά σχεδίαζε να κηρύξει και τον δικό του. Βάζοντας, μάλιστα, στο στόχαστρο το Ιράν, για πρώτη φορά μετά το 1979 – τη χρονιά που οι Ιρανοί ανέτρεψαν τον σάχη και πλήγωσαν βαθιά το γόητρο των ΗΠΑ, αφήνοντας ανοιχτούς λογαριασμούς μαζί τους.
Το σίγουρο, σε κάθε περίπτωση, είναι ότι ο Τραμπ παίρνει ένα μεγάλο ρίσκο, που ενέχει τον κίνδυνο όχι απλώς να οδηγήσει σε αδιέξοδο τη χώρα του, αλλά και να βυθίσει ολόκληρη την πολύπαθη Μέση Ανατολή στις φλόγες. Ισως είναι αυτός ο λόγος που ο αντιπρόεδρός του, Τζέι Ντι Βανς, έσπευσε να «διευκρινίσει» ότι οι ΗΠΑ δεν κήρυξαν τον πόλεμο στο Ιράν, αλλά μόνο στις πυρηνικές του εγκαταστάσεις, με σκοπό να αποκλειστεί η δυνατότητα να αποκτήσει ατομική βόμβα, ενώ ισχυρίστηκε πως δεν επιδιώκεται η αλλαγή καθεστώτος.
Πολλά, βεβαίως, θα κριθούν από την αντίδραση της Τεχεράνης, η οποία αυτή τη στιγμή βρίσκεται με την πλάτη στον τοίχο και δεν διαθέτει πολλές εναλλακτικές: είτε θα τα παίξει όλα για όλα, ρίχνοντας ό,τι διαθέτει στο οπλοστάσιό της κατά του Ισραήλ και των αμερικανικών στρατευμάτων στην περιοχή είτε θα αναζητήσει έναν εύσχημο τρόπο για να συνθηκολογήσει, αποδεχόμενη πως ο ρόλος της θα είναι εξαιρετικά υποβαθμισμένος την επόμενη ημέρα. Οι πρώτες δηλώσεις και ενέργειες δείχνουν ότι προκρίνεται το πρώτο σενάριο. Η απόφαση του κοινοβουλίου για κλείσιμο των Στενών του Ορμούζ – με ό,τι αυτό θα συνεπάγεται για την ενέργεια, το διεθνές εμπόριο και τις θαλάσσιες μεταφορές – και η δήλωση του ιρανού υπουργού Εξωτερικών, Αμπάς Αραντσί, που κατηγόρησε τις ΗΠΑ ότι «πέρασαν την κόκκινη γραμμή» και πρόσθεσε πως «τώρα δεν είναι ώρα για διπλωματία», αποδεικνύουν του λόγου το αληθές.
Η αλήθεια, ωστόσο, είναι ότι – με δεδομένη την αποδυνάμωση της Χεζμπολάχ και της Χαμάς και την κατάρρευση του καθεστώτος Ασαντ στη Συρία – το «κλειδί» βρίσκεται στη στάση των ισχυρών συμμάχων της Τεχεράνης. Ηδη, ο Αραντσί ανακοίνωσε ότι σπεύδει στη Μόσχα για διαβουλεύσεις, ενώ είναι προφανές ότι αναμένει πολλά και από το Πεκίνο, του οποίου αποτελεί τους βασικούς προμηθευτές σε ενέργεια.
Πώς αντέδρασαν
Ρωσία και Κίνα
Δεν χωράει αμφιβολία, επίσης, ότι με την επίθεση που διέταξε κατά του Ιράν, ο Τραμπ «έριξε το γάντι» στις βασικές συμμάχους του: τη Ρωσία, την Κίνα, αλλά και την Τουρκία. Από τις πρώτες δε αντιδράσεις τους – οι οποίες μάλλον πρέπει να χαρακτηριστούν «μετρημένες» – μπορούμε να συναγάγουμε το συμπέρασμα πως εκτιμούν ότι δύσκολα πλέον μπορούν να αναιρέσουν τα τετελεσμένα στην περιοχή της Μέσης Ανατολής, όπου χάνουν το ένα μετά το άλλο τα ερείσματά τους, ενώ οι ΗΠΑ αποδεικνύουν, με τη βοήθεια και του Ισραήλ, ότι παραμένουν κυρίαρχες και θα έχουν τον πρώτο λόγο την επόμενη ημέρα.
«Η ανεύθυνη απόφαση που κατέστησε το έδαφος μιας κυρίαρχης χώρας στόχο επιθέσεων με πυραύλους και βόμβες (…) παραβιάζει βάναυσα το διεθνές δίκαιο, τη Χάρτα του ΟΗΕ και τις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας», ανέφερε η ανακοίνωση την οποία εξέδωσε το ρωσικό υπουργείο Εξωτερικών, που έκανε λόγο για «νέο γύρο κλιμάκωσης που ενέχει τον κίνδυνο περαιτέρω υπονόμευσης της περιφερειακής και της παγκόσμιας ασφάλειας».
Η Κίνα, από την πλευρά της, «καταδίκασε έντονα» την επίθεση των ΗΠΑ στο Ιράν, σημειώνοντας επίσης πως αυτή παραβιάζει το διεθνές δίκαιο και τη Χάρτα του ΟΗΕ. Στη σχετική δε ανακοίνωση του δικού της υπουργείου Εξωτερικών, «καλεί όλους τους εμπλεκόμενους στη σύγκρουση και ειδικά το Ισραήλ, να φτάσουν σε μια εκεχειρία το συντομότερο δυνατό».
Η Τουρκία, τέλος, ισχυρίστηκε πως η ενέργεια των ΗΠΑ «μεγιστοποίησε» τον κίνδυνο η σύγκρουση στη Μέση Ανατολή να «επεκταθεί σε παγκόσμιο επίπεδο». «Καλούμε όλα τα εμπλεκόμενα μέρη να συμπεριφερθούν υπεύθυνα, να σταματήσουν αμοιβαία τις επιθέσεις», σημειώνει επίσης η σχετική ανακοίνωση, που κλείνει με την «προσφορά» της Αγκυρας να διαδραματίσει μεσολαβητικό ρόλο.
Η «Επιχείρηση Σφυρί του Μεσονυκτίου»
Οι ΗΠΑ χρησιμοποίησαν για μία ακόμα φορά τη μέθοδο της παραπλάνησης προκειμένου να μεγιστοποιήσουν τις πιθανότητες επιτυχίας της επιχείρησής τους. Ετσι, όπως τόνισε ο επικεφαλής του γενικού επιτελείου των ενόπλων δυνάμεών τους, Νταν Κέιν, ενώ άφηναν να διαρρεύσει ότι τα βομβαρδιστικά θα ξεκινούσαν από τις βάσεις Γκουάμ και Ντιέγκο Γκαρθία, στον Ειρηνικό και τον Ινδικό, τελικώς η επίθεση εκδηλώθηκε από την αντίθετη κατεύθυνση. Με βάση το σχέδιο που είχε εκπονηθεί, 13 βομβαρδιστικά Β-2 σηκώθηκαν από τη βάση τους στο Μιζούρι, εκ των οποίων τα 6 διέσχισαν τον Ειρηνικό για να θολώσουν τα νερά, ενώ τα 7 που είχαν επωμιστεί την επίθεση κατευθύνθηκαν στον στόχο τους μέσω Ατλαντικού και Μεσογείου. Μάλιστα, φρόντισαν η πτήση να είναι συνεχής, αλλά και το μεγαλύτερο διάστημα να τηρείται «σιγή ασυρμάτου», ώστε να μη γίνουν αντιληπτά από τους Ιρανούς και τους συμμάχους τους. Συγκεκριμένα:
75 πυραύλους και βόμβες ακριβείας χρησιμοποίησαν οι ΗΠΑ κατά την επίθεση. Περιλαμβάνονται οι 14 διατρητικές βόμβες GBU-57, που θεωρούνται το πιο ισχυρό συμβατικό όπλο που υπάρχει σήμερα.
13,6 τόνους ζυγίζει περίπου καθεμία από τις διατρητικές βόμβες, με το κάθε βομβαρδιστικό B-2 να μπορεί να μεταφέρει 2 από αυτές.
125 τουλάχιστον βομβαρδιστικά, μαχητικά και συνοδευτικά αεροσκάφη κάθε τύπου έλαβαν μέρος στη συγκεκριμένη επιχείρηση.
2 δισ. δολάρια υπολογίζεται ότι είναι το κόστος κάθε βομβαρδιστικού Β-2, το οποίο κατασκευάζεται από τη Northrop Grumman, έκανε την παρθενική του πτήση το 1989 και θεωρείται «αόρατο».
37 ώρες υπολογίζεται ότι διήρκεσε η πτήση των Β-2, προκειμένου να καλύψουν τα περίπου 11.400 χιλιόμετρα προς τον στόχο τους και να επιστρέψουν στη βάση τους, στο Μιζούρι των ΗΠΑ.