Φταίνε πάντα οι άλλοι

Οι γεωργικές επιδοτήσεις υπήρξαν ένα από τα πρώτα πράγματα για τα οποία η τότε ΕΟΚ και μετέπειτα ΕΕ μπορούσε να λέει ότι «κάτι έκανε» όντως. Ηταν, άλλωστε, ιδιαίτερα σημαντικές για να διατηρείται η κοινωνική (και εκλογική) συμμαχία με τα αγροτικά στρώματα, αλλά και με τις βιομηχανίες που εξαρτώνται από την αγροτική παραγωγή, παράλληλα με το να εξασφαλίζεται ότι οι τιμές των τροφίμων παρέμεναν σε κοινωνικά ανεκτά επίπεδα. Βέβαια, εξαρχής ο τρόπος με τον οποίο δίνονταν οι σχετικές επιδοτήσεις στο πλαίσιο της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, με μια ενδημική απουσία ελέγχου ως προς το εάν ήταν βάσιμες οι αξιώσεις επιδότησης, που εν μέρει αντανακλούσε και την αντιμετώπιση αυτών των επιδοτήσεων ως μηχανισμό απόσπασης συναίνεσης, σήμαινε τον διαρκή κίνδυνο για διάφορες παρανομίες και απάτες.

Ωστόσο, οποιαδήποτε απόπειρα ερμηνείας με όρους πολιτικής κοινωνιολογίας και ιστορίας των ευρωπαϊκών θεσμών της κακοδιαχείρισης των ευρωπαϊκών επιδοτήσεων, δεν ακυρώνει το γεγονός ότι αποτελεί μείζον πολιτικό ζήτημα η ανακοίνωση ότι η χώρα μας καλείται να πληρώσει πρόστιμο 415 εκατομμυρίων ευρώ για παράνομες επιδοτήσεις σε βάθος έξι χρόνων, όπως και ότι η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία διαβίβασε στη Βουλή δικογραφία που αφορά δύο υπουργούς, τους Μάκη Βορίδη και Λευτέρη Αυγενάκη, σε σχέση με αυτές τις παράνομες επιδοτήσεις.

Μόνο που παρά τη σοβαρότητα του ζητήματος μέχρι τώρα η αντιμετώπιση από τη μεριά της κυβέρνησης επαναλαμβάνει το μοτίβο της άρνησης – επί της ουσίας – ανάληψης ευθύνης που είδαμε και σε άλλες υποθέσεις. Ο ίδιος ο Πρωθυπουργός έσπευσε να περιγράψει το πρόβλημα ως πανευρωπαϊκό και διαχρονικό, θέλοντας έτσι να περιορίσει τις ευθύνες της δικής του κυβέρνησης και ταυτόχρονα επεσήμανε ότι η κυβέρνησή ήταν που αναγνώρισε το πρόβλημα και ουσιαστικά το απέδωσε σε κάποιους «επιτήδειους».

Μόνο που τα στοιχεία που έχουν μέχρι τώρα έρθει στο φως της δημοσιότητας – και εύλογα μπορεί να υποθέσει κανείς ότι θα έρθουν και άλλα – σχηματίζουν μια πολύ διαφορετική εικόνα. Και γιατί αυτό που δείχνουν είναι ότι τα στελέχη του ΟΠΕΚΕΠΕ που πρωταγωνίστησαν σε αυτή την τόσο μεγάλης κλίμακας απάτη δεν ήταν κάποιοι «επιτήδειοι», αλλά άνθρωποι τοποθετημένοι με πολιτικές αποφάσεις και οργανικές σχέσεις με την κυβερνητική παράταξη. Κάτι που με τη σειρά του δείχνει ότι η διαφαινόμενη ευθύνη των πολιτικών προϊσταμένων τους, δηλαδή των δύο υπουργών, είναι υπαρκτή, καθώς πολύ δύσκολα μπορεί να πιστέψει κανείς ότι δεν είχαν επίγνωση ότι γίνονταν όλα αυτά σε τέτοια κλίμακα και τέτοια διάρκεια. Να το πω απλά: τέτοιας κλίμακας διαφθορά σε έναν κρατικό φορέα δεν γίνεται επειδή κάποιοι εξαπατούν την πολιτική ηγεσία, αλλά επειδή θεωρούν ότι έχουν τη συναίνεση της πολιτικής ηγεσίας. Για να μην αναφερθούμε στο ότι σε τελική ανάλυση δουλειά της πολιτικής ηγεσίας ενός υπουργείου είναι να εξασφαλίζει ότι δεν συμβαίνουν τέτοιες παρανομίες, και εάν συμβαίνουν, τότε είναι ο ορισμός του ότι δεν έκανε τη δουλειά της.