Οφέλη

Η Ελλάδα είναι ήδη μία από τις πέντε χώρες του ΝΑΤΟ με τις υψηλότερες αμυντικές δαπάνες σε ποσοστό επί του ΑΕΠ. Το 2024 έδωσε το 3,1% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος της για την άμυνα. Μόνο ΗΠΑ, Πολωνία, Λετονία και Εσθονία δαπάνησαν περισσότερα από αυτήν για τον ίδιο λόγο πέρυσι. Οταν λοιπόν ο Πρωθυπουργός είπε χθες στους συμμάχους πως θα πιάσει τον στόχο του 5% – θυμίζοντας ότι για τα επόμενα χρόνια η Αθήνα έχει ένα μεγάλο πρόγραμμα επενδύσεων στην αμυντική βιομηχανία, το οποίο ενδεχομένως θα αγγίξει τα 28 δισ. ευρώ – δεν έδωσε μια υπόσχεση χωρίς αντίκρισμα.

Η χώρα μας έχει δείξει προνοητικότητα στον υπό συζήτηση τομέα και αυτή μπορεί να της φανεί στρατηγικά χρήσιμη σε μια εποχή όπου επικρατεί ανασφάλεια παγκοσμίως. Μπορεί χάρη στις ήδη υψηλές αμυντικές της δαπάνες, δηλαδή, να μεγαλώσει την επιρροή της μέσα στη Βορειοατλαντική Συμμαχία.

Οι γεωπολιτικές προκλήσεις σήμερα της δίνουν τη δυνατότητα να αποκομίσει οφέλη από το γεγονός πως θα αναλάβει τις ευθύνες που της αναλογούν στο πεδίο της άμυνας, λοιπόν. Ταυτόχρονα, της προσφέρεται η προοπτική να ενισχύσει την αμυντική της βιομηχανία. Μια τέτοια ενίσχυση έχει σοβαρές πιθανότητες να λειτουργήσει και ως ατμομηχανή της οικονομίας της, επεκτείνοντας την ελληνική παραγωγική ικανότητα σε κρίσιμες τεχνολογίες. Καμία από τις παραπάνω ευκαιρίες δεν πρέπει να πάει χαμένη.