Μαρία Α. Καμπύλη, «Κλεμμένες Βιολέτες»

Η ποιητική συλλογή «Κλεμμένες Βιολέτες» της Μαρίας Α. Καμπύλη συνιστά μια στοχαστική και ευαίσθητη αποτύπωση της εσωτερικής πορείας ενός προσώπου που βιώνει τον χρόνο, τον έρωτα, τη μοναξιά, την απώλεια και την ελπίδα, όχι απλώς ως αφηρημένες έννοιες, αλλά ως βιώματα ενσαρκωμένα στο σώμα και τη γλώσσα.

Από την πρώτη σελίδα, η ποιήτρια μας προειδοποιεί: αυτό το έργο δεν είναι προϊόν αισθητικής κατασκευής αλλά υπαρξιακής ανάγκης.

«Η συγκέντρωσh [των ποιημάτων] σε ένα βιβλίο με τον συμβολικό τίτλο “Κλεμμένες Βιολέτες” προέκυψε από την αγωνία να αφήσω κάτι στα παιδιά και τον εγγονό μου στην περίπτωση που “φύγω” πρόωρα», γράφει. Είναι, επομένως, ένα έργο διαθήκης, αλλά και μια χειρονομία θεραπείας: ένα είδος υπόσχεσης που τηρείται όπως λέει, προς το «μικρό κορίτσι που ήμουν κάποτε».

Ο τίτλος της συλλογής «Κλεμμένες Βιολέτες» είναι από μόνος του πολυσημειωτικός και προκλητικά ποιητικός. Οι βιολέτες, ως σύμβολα της αθωότητας, της μετριοπάθειας και της άνοιξης, υποδηλώνουν το εύθραυστο, το όμορφο, το παροδικό. Το ότι είναι «κλεμμένες» ενισχύει τον υπαρξιακό καημό της στέρησης: πρόκειται για εμπειρίες, συναισθήματα ή στιγμές ζωής που χάθηκαν πρόωρα, είτε από εξωτερικές δυνάμεις είτε από την ίδια την παλίρροια του χρόνου. Ο τίτλος καθιστά το σύνολο του έργου μια πράξη ανάκτησης — μια προσπάθεια να διεκδικηθούν πίσω εκείνα τα αρώματα της ζωής που η μοίρα ή η φθορά στέρησαν. Παράλληλα, μπορεί να εκληφθεί και ως ειρωνική αναφορά στον ίδιο τον θάνατο: το ότι το ωραίο «κλάπηκε» ενόσω άνθιζε. Οι «κλεμμένες βιολέτες» είναι τελικά οι λέξεις, τα ποιήματα, η μνήμη – ένας κήπος φτιαγμένος με υλικά φθαρτά, μα γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, αθάνατα.

Η συλλογή γίνεται, επομένως, ένα έργο διαθήκης, μια καταγραφή ύπαρξης με την πυκνότητα της τελευταίας χειρονομίας. Ενσωματώνει την αγωνία για τη μνήμη και την ανάγκη συμβολικής επιβίωσης. Η παρουσία του θανάτου είναι διαρκής και σιωπηλά καθοριστική, όχι ως τρόμος αλλά ως υπόμνηση της προθεσμίας κάθε ανθρώπινης σχέσης και επιθυμίας. Η Καμπύλη γράφει ενόψει του τέλους, και με αυτόν τον τρόπο, η ποίησή της αποκτά βάθος, ειλικρίνεια και σπάνια σοβαρότητα.

Η ποιήτρια ξεκινά με μια τολμηρή εξομολογητική δήλωση στο ποίημα ΕΓΩ:…

«Είμαι η “δαχτυλοδεικτούμενη” Μαρία

Γιατί δεν ξέρω το συμβιβασμό.

Γιατί δεν έκανα ποτέ μου την “κυρία”,

Ούτε προσκύνησα κανένα για θεό»

Η χρήση του πρώτου προσώπου δημιουργεί μια εξομολογητική ποιητική που, κατά την Sidonie Smith, δεν αποτελεί απλώς αφήγηση εαυτού, αλλά “performance of identity” —μια επιτελεστική πράξη μέσω της οποίας το υποκείμενο ανασυνθέτει την ταυτότητά του ενώπιον του Άλλου. Η Καμπύλη δεν διεκδικεί αποδοχή. Δηλώνει την ταυτότητά της με τη βεβαιότητα εκείνου που έχει περάσει μέσα από την κάμινο της κοινωνικής απόρριψης και έχει επιλέξει την αυθεντικότητα αντί της προσαρμογής.

Η παιδική ηλικία εμφανίζεται συχνά ως πηγή πληγών αλλά και ως αφετηρία μνήμης. Στο ποίημα ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΜΟΥ, η μνήμη περιγράφεται ως ηχώ που στοιχειώνει:

«Χρόνια παιδικά αγαπημένα

Σβησμένη ηχώ στα περασμένα…

Φαντάσματα ωχρά, θλιμμένα

Το παρελθόν μου, μέλλον κάνουν»

 

Το εξώφυλλο της ποιητικής συλλογής. Φωτογραφία: Supplied

Η επανεμφάνιση του τραυματικού παρελθόντος, όπως παρατηρεί η Cathy Caruth, δεν συμβαίνει μέσω ανακαλέσιμων εικόνων αλλά μέσω στιγμιαίων, επώδυνων “εμπλοκών” στον παρόντα λόγο. Το παιδί που υπήρξε κάποτε η Μαρία δεν έχει λησμονηθεί – παραμένει ενεργό, διεκδικώντας φωνή. Το παρελθόν, αντί να είναι καταφύγιο, λειτουργεί ως διαρκής διακοπή στη συνέχεια του παρόντος.

Η ψυχαναλυτική προσέγγιση του Freud, ιδιαίτερα στην έννοια του «αναστοχαστικού τραύματος», βοηθά στην κατανόηση του τρόπου με τον οποίο η Καμπύλη μετατρέπει την ποιητική πράξη σε χώρο επανεγγραφής και, εν μέρει, αποκατάστασης. Η ίδια γράφει όχι για να λησμονήσει, αλλά για να ανακαλέσει, να αντιμετωπίσει, να συνομιλήσει με την παιδική της σκιά.

Η γυναικεία φωνή διαποτίζει τη συλλογή χωρίς κραυγές. Δεν πρόκειται για φεμινιστική διακήρυξη με τη στενή έννοια, αλλά για μια βαθιά πολιτική πράξη: η γραφή της Καμπύλη είναι ένα σώμα που μιλά. Όπως επισημαίνει η Hélène Cixous στο “Le rire de la Méduse”, η γυναικεία γραφή είναι μια γραφή του σώματος, της εμπειρίας, του εσωτερικού κόσμου.

Η γλώσσα της Καμπύλη είναι καθαρά προφορική, συνειδητά αντι-ποιητική. Απορρίπτει τον λυρισμό υπέρ της βιωματικής αμεσότητας. Οι στίχοι της δεν είναι απλώς ωραίοι· είναι αληθινοί. Αυτό διαφαίνεται ξεκάθαρα στο ποίημα ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΖΩΗΣ:

«Ένα-ένα τα φύλλα γυρίζω

Στης ζωής μου το βιβλίο το παλιό…

Α, με μάτια κλαμμένα το κλείνω

Το βιβλίο της ζωής μου το παλιό».

Η εικόνα του βιβλίου εδώ λειτουργεί ως μεταφορά για τη μνήμη, αλλά και για το σώμα: ένα σώμα φθαρμένο, αλλά όχι άφωνο. Ένα σώμα που έχει «γράψει» πάνω του την εμπειρία της ζωής. Το δάκρυ δεν είναι στοιχείο αδυναμίας, αλλά μαρτυρία.

Η θεματική της μοναξιάς διατρέχει τη συλλογή, με πιο έντονη αποτύπωση στο ποίημα ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ:

«Να πίνω απ’ του πόνου τα πηγάδια

Στης μοναξιάς να λιώνω τα σκοτάδια…

Θα’ ρθει μια μέρα που τα χέρια μου θ’ ανοίξω

Και το δικό μου φως με πάθος θα το σφίξω».

Η «επανάσταση» δεν είναι κοινωνική αλλά υπαρξιακή. Η ποιήτρια εξεγείρεται απέναντι στο εσωτερικό της σκοτάδι. Καθώς ο Albert Camus στοχάζεται για τη «φιλοσοφία του παραλόγου», η Καμπύλη δείχνει ότι το παράλογο δεν οδηγεί αναγκαστικά στην παραίτηση – μπορεί να γίνει εφαλτήριο δράσης.

Η «επανάσταση» εδώ θυμίζει τη ρήξη του Walter Benjamin με τον γραμμικό χρόνο: είναι μια Jetztzeit, μια στιγμή του παρόντος που ανασυντάσσει την ιστορία. Το παρόν της Καμπύλη, το τώρα της γραφής, έρχεται να ανασυνθέσει το τραυματισμένο παρελθόν.

Η θεματική του έρωτα δεν εξιδανικεύεται· αντίθετα, αποδομείται με νηφαλιότητα και εαυτογνωσία. Στο ποίημα Χωρισμός, η ποιήτρια εκφράζει μια βαθιά επίγνωση της ματαιότητας του να επιμένει κανείς σε αμοιβαία εξαντλημένες προσδοκίες:

«Τέλειωσε κι αυτό

Ήταν τόσο απλό

Ένα «αντίο» να μου πεις

Και στη νύχτα να χαθείς».

Εδώ δεν συναντούμε την πικρία της απογοήτευσης, αλλά τη νηφάλια αποδοχή των ορίων της ελπίδας. Η φωνή της Καμπύλη διαπνέεται από έναν στωικισμό που θυμίζει τη ρήση του Επίκτητου: «δεν είναι τα πράγματα που μας ταράζουν, αλλά οι κρίσεις μας γι’ αυτά». Ο έρωτας –και εδώ πρέπει να κατανοηθεί με την πλατύτερη σημασία του όρου, ως σχέση, προσκόλληση, αφοσίωση, εξάρτηση ή βαθύς δεσμός– δεν απορρίπτεται ως έννοια, αλλά ως συναισθηματική επένδυση χωρίς αντίκρισμα. Δεν πρόκειται μόνο για τον σαρκικό ή ρομαντικό έρωτα, αλλά για όλες τις μορφές αγάπης: φιλία, γονεϊκός δεσμός, αγάπη για τη ζωή, για τον άλλον, για τον εαυτό.

Το ποιητικό υποκείμενο δεν οικτίρει την απουσία· απλώς αποσύρει τη διαθεσιμότητά του από σχέσεις ή συναισθηματικές δυναμικές που εξαντλούν χωρίς να θρέφουν. Στο ΣΚOΡΠΙΑ ΑΓAΠΗ, η απομυθοποίηση του δεσμού γίνεται με λιτότητα αλλά ένταση:

«Εγώ εδώ

Εσύ εκεί

Κι η αγάπη παίζει παραπέρα».

Πρόκειται για μια ηθική ωριμότητας που αντιτίθεται στη ρομαντική ψευδαίσθηση και προκρίνει την αυτοπροστασία ως μορφή σοφίας. Σε αυτό το πλαίσιο, η ποίηση της Καμπύλη δεν κλείνεται στον εαυτό της, αλλά λειτουργεί ως εσωτερική ηθική αναγνώριση του τι είναι ρεαλιστικά εφικτό και τι όχι.

Η φράση «Για μια στιγμή / Δεν δίστασες να μ’ απορρίψεις» από το ποίημα Για μια στιγμή δεν δηλώνει αποξένωση· είναι ένα απόσταγμα αξιοπρέπειας. Η καρδιά εδώ δεν είναι μόνο το όργανο του έρωτα, αλλά το επίκεντρο της σχέσης με τον κόσμο. Είναι το έδαφος της εμπιστοσύνης. Και όταν αυτή η εμπιστοσύνη έχει εξαντληθεί, δεν αποσύρεται η αγάπη – αποσύρεται η αυταπάτη.

Αυτή η στάση καθιστά τη φωνή της ποιήτριας όχι απλώς ώριμη, αλλά και ελεύθερη. Είναι η ελευθερία εκείνου που έχει αγαπήσει, έχει χάσει, και επιλέγει να συνεχίσει όχι με πικρία αλλά με επίγνωση. Έτσι, ο έρωτας, σε όλες του τις διαστάσεις, παραμένει παρών – όχι ως λύτρωση, αλλά ως εμπειρία που έχει πια τοποθετηθεί στη σωστή της θέση.

Η Καμπύλη δεν υιοθετεί περίτεχνες εικόνες ή περίπλοκες μεταφορές. Το ύφος της είναι απλό και άμεσο. Όμως αυτή η επιλογή δεν είναι αδυναμία· είναι στρατηγική. Αντλεί από την παράδοση της Κατερίνας Γώγου, αλλά χωρίς την πολιτική ωμότητα – επικεντρώνεται στον εσωτερικό πόλεμο. Η οικονομία λόγου, η επαναληπτικότητα, οι ελλειπτικές φράσεις παραπέμπουν σε μια ποιητική της αποσπασματικότητας, όπως περιγράφεται από τον Maurice Blanchot: η ποίηση ως σιωπή ανάμεσα στις λέξεις.

Οι «Κλεμμένες Βιολέτες» της Μαρίας Α. Καμπύλη είναι ένα έργο ειλικρίνειας και σθένος. Η ποιήτρια δεν προσφέρει θεωρητική πολυπλοκότητα, ούτε φιλοδοξεί να καινοτομήσει φορμαλιστικά. Αντιθέτως, μετουσιώνει την εσωτερική της πορεία σε ποιητικό σώμα, που κουβαλά σημάδια, θραύσματα και προσευχές.

Η συλλογή είναι πολύτιμη όχι μόνο για τα παιδιά και τον εγγονό της –όπως γράφει η ίδια– αλλά για κάθε αναγνώστη που αναζητά στη λογοτεχνία όχι μόνον τέχνη αλλά και αλήθεια. Σε μια εποχή τεχνικής λαμπρότητας αλλά συναισθηματικής πτώχευσης, η ποίηση της Καμπύλη μάς θυμίζει πως η συγκίνηση παραμένει η βαθύτερη πράξη ελευθερίας.

Ίσως τελικά το χρέος προς το «μικρό κορίτσι» που υπήρξε κάποτε η Μαρία να έχει εξοφληθεί – όχι με πομπώδεις χειρονομίες, αλλά με τη σιωπηλή, επίμονη, ακατάλυτη φωνή της ποίησης.

The post Μαρία Α. Καμπύλη, «Κλεμμένες Βιολέτες» appeared first on ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ.