ΛΕΒΙ-ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ

Δεν μπορώ να πω ότι θυμάμαι ακριβώς πώς και πότε ξεπρόβαλε ο Ελληνάς μου από το πουθενά. Εκείνες τις μέρες και σ’ εκείνα τα μέρη, λίγο μετά το πέρασμα του μετώπου, ένας δυνατός άνεμος φυσούσε στο πρόσωπο της γης: ο κόσμος γύρω μας φαινόταν να έχει επιστρέψει στο αρχέγονο Χάος και έσφυζε από δείγματα ανθρώπων, στρεβλωμένα, ελαττωματικά, αφύσικα· και καθένα από αυτά σάλευε σπασμωδικά, με κινήσεις τυφλές ή αποφασιστικές, αναζητώντας με αγωνία τη θέση του, τη σφαίρα του, όπως ποιητικά αναφέρονται οι κοσμογονίες των αρχαίων στα σωματίδια των τεσσάρων στοιχείων.

Παρασυρμένος κι εγώ από τη δίνη, μια παγωμένη νύχτα, μετά από πυκνή χιονόπτωση, πολλές ώρες πριν την αυγή, βρέθηκα φορτωμένος πάνω σ’ ένα στρατιωτικό κάρο που το έσερναν άλογα, μαζί με καμιά δεκαριά συντρόφους που δε γνώριζα. Το κρύο ήταν τσουχτερό· ο ουρανός, κατάστικτος με αστέρια, όσο πήγαινε ξάνοιγε προς την ανατολή, υποσχόμενος ένα από κείνα τα θαυμαστά ξημερώματα στην πεδιάδα, στα οποία, την εποχή της σκλαβιάς μας στο Λάγκερ, γινόμασταν αδιάκοπα μάρτυρες από τον χώρο του προσκλητηρίου[…]

Λεγόταν Μόρντο Ναούμ και εκ πρώτης όψεως δεν είχε τίποτα το αξιοσημείωτο, εκτός από τα παπούτσια (δερμάτινα, σχεδόν καινούρια, με κομψό σχέδιο: πραγματικό κελεπούρι, δεδομένης της χρονικής στιγμής και του τόπου), και τον σάκο που κουβαλούσε στην πλάτη, ο οποίος ήταν ογκωδέστατος και αντίστοιχα βαρύς, όπως αναγκάστηκα να διαπιστώσω προσωπικά τις μέρες που ακολούθησαν. Εκτός από τη γλώσσα του, μιλούσε ισπανικά (όπως όλοι οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης), γαλλικά, σπασμένα ιταλικά αλλά με ωραία προφορά, κι όπως έμαθα έπειτα, τούρκικα, βουλγαρικά και λίγα αλβανικά. Ήταν σαράντα χρονών, μάλλον ψηλός, όμως βάδιζε σκυφτός, με το κεφάλι προτεταμένο σαν τους μύωπες. Είχε κόκκινα μαλλιά και επιδερμίδα επίσης, μάτια γουρλωτά, ξεπλυμένα και νερουλιασμένα, και μεγάλη γαμψή μύτη· κάτι που έδινε σε όλη του την παρουσία όψη αρπαχτική και συνάμα συγκρατημένη, σαν νυχτοπούλι που αιφνιδιάστηκε από το φως ή σαν καρχαρίας έξω από τα νερά του.

Ανάρρωνε από μια απροσδιόριστη ασθένεια, που του είχε προκαλέσει κρίσεις πολύ υψηλού, εξοντωτικού πυρετού· ακόμα και τότε, τις πρώτες νύχτες του ταξιδιού, έπεφτε κάπου κάπου σε μια κατάσταση εξάντλησης, με ρίγη και παραλήρημα. Παρότι δε νιώθαμε καμία ιδιαίτερη έλξη ο ένας για τον άλλο, είχαμε έρθει κοντά από τις δύο γλώσσες που είχαμε κοινές και από το γεγονός, πολύ σημαντικό υπό εκείνες τις συνθήκες, ότι ήμασταν οι μόνοι μεσογειακοί στη μικρή μας ομάδα.

Η αναμονή ήταν ατελείωτη· πεινούσαμε και κρυώναμε και ήμασταν αναγκασμένοι να στεκόμαστε όρθιοι ή να ξαπλώνουμε στο χιόνι, γιατί ως εκεί που έφτανε το μάτι δε φαινόταν ούτε στέγη ούτε καταφύγιο. Πρέπει να κόντευε μεσημέρι όταν, προαναγγέλλοντας εξ αποστάσεως την παρουσία του από το αγκομαχητό και τον καπνό, μας άπλωσε συμπονετικά το χέρι του ο πολιτισμός, με τη μορφή ενός καχεκτικού κονβόι με τρία ή τέσσερα βαγόνια εμπορευμάτων που τα έσερνε μια μικρή ατμομηχανή, από εκείνες που τον καλό καιρό χρησιμεύουν στο να μανουβράρουν τα βαγόνια μέσα στους σταθμούς […]

Το τρένο ταξίδευε αργά. Το βράδυ πρόβαλαν σκοτεινά χωριά, φαινομενικά έρημα· έπειτα απλώθηκε μια απόλυτη νύχτα, φριχτά παγωμένη, χωρίς φως στον ουρανό ούτε στη γη. Μόνο τα τραντάγματα του βαγονιού μάς εμπόδιζαν να βυθιστούμε σ’ έναν ύπνο που με το ψύχος θα είχε γίνει θάνατος. Μετά από ατέλειωτες ώρες ταξιδιού, ίσως κατά τις τρεις τη νύχτα, σταματήσαμε επιτέλους σ’ έναν μικρό σταθμό, κατεστραμμένο και σκοτεινό. Ο Ελληνας ήταν σε παραλήρημα· από τους άλλους, ποιος από φόβο, ποιος από καθαρή αδράνεια, ποιος με την ελπίδα πως το τρένο θα ξανάφευγε γρήγορα, κανείς δε θέλησε να κατεβεί από το βαγόνι. Εγώ βγήκα και τριγύρισα στα σκοτεινά με το ασήμαντο φορτίο μου, ώσπου είδα ένα φωτισμένο παραθυράκι. Ηταν το καμαράκι του τηλέγραφου, πλημμυρισμένο από κόσμο: μέσα ήταν μια σόμπα αναμμένη. Μπήκα με επιφύλαξη, σαν αδέσποτο σκυλί, έτοιμος να εξαφανιστώ με την πρώτη απειλητική κίνηση, όμως κανείς δε μου έδωσε σημασία. Σωριάστηκα στο πάτωμα και κοιμήθηκα στη στιγμή, όπως μαθαίνεις να κάνεις στο Λάγκερ.

Ξύπνησα καμιά ώρα αργότερα, το χάραμα. Το καμαράκι ήταν άδειο. Ο τηλεγραφητής με είδε να σηκώνω το κεφάλι και απίθωσε κάτω, δίπλα μου, μια τεράστια φέτα ψωμί με τυρί. Ημουν σαστισμένος (εκτός από μισοπαράλυτος από το κρύο και τον ύπνο) και φοβάμαι πως δεν τον ευχαρίστησα. Καταβρόχθισα το φαγητό και βγήκα έξω, το τρένο δεν είχε μετακινηθεί. Στο βαγόνι, οι συνταξιδιώτες είχαν πλαγιάσει μουδιασμένοι· βλέποντάς με αναδεύτηκαν, όλοι εκτός από τον Γιουγκοσλάβο, που μάταια προσπάθησε να κουνηθεί. Η παγωνιά και η ακινησία τού είχαν παραλύσει τα πόδια, αν τον άγγιζες ούρλιαζε και βογκούσε. Χρειάστηκε να του κάνουμε μασάζ ώρα πολλή, κι έπειτα να του κουνήσουμε προσεκτικά τα μέλη, σαν να ξεμπλοκάραμε έναν σκουριασμένο μηχανισμό.

Ηταν για όλους μια φριχτή νύχτα, ίσως η χειρότερη απ’ όλη την εξορία μας. Το είπα στον Ελληνα· συμφωνήσαμε στην απόφαση να συμμαχήσουμε με σκοπό ν’ αποφύγουμε με κάθε μέσο άλλη μία νύχτα παγωνιάς, στην οποία νιώθαμε πως δε θα είχαμε ελπίδα επιβίωσης. Πιστεύω πως ο Ελληνας, χάρη στη νυχτερινή μου έξοδο, είχε κατά κάποιον τρόπο υπερεκτιμήσει τις ικανότητές μου… Οσο για μένα, ομολογώ ότι έλαβα υπόψη μου κυρίως τον ογκώδη σάκο του και τη θεσσαλονικιώτικη καταγωγή του που, όπως όλοι ήξεραν στο Αουσβιτς, αποτελούσε εγγύηση των εξευγενισμένων εμπορικών ικανοτήτων του και της δυνατότητας να τη βγάζει καθαρή σε όλες τις περιστάσεις. Η συμπάθεια, αμοιβαία, και η εκτίμηση, μονόπλευρη, ήρθαν στη συνέχεια.

Το τρένο ξανάφυγε και από μια ελικοειδή και ασαφή διαδρομή μάς οδήγησε σ’ ένα μέρος που λεγόταν Στσακόβα. Εδώ ο Ερυθρός Σταυρός της Πολωνίας είχε εγκαταστήσει μια εκπληκτική υπηρεσία για ζεστό φαγητό: μοίραζαν μια σούπα αρκετά θρεπτική όλες τις ώρες της μέρας και της νύχτας και σε όποιον εμφανιζόταν, αδιακρίτως. Ενα θαύμα που κανείς από μας δε θα είχε τολμήσει να φανταστεί ούτε στα πιο τολμηρά του όνειρα· κατά κάποιον τρόπο, ο αντίποδας του Λάγκερ. Δε θυμάμαι τη συμπεριφορά των συντρόφων μου: εγώ αποδείχτηκα τόσο αχόρταγος, που οι Πολωνές αδελφές, αν και μαθημένες στην πειναλέα πελατεία της περιοχής, σταυροκοπιούνταν […]

Ηταν ένας σπουδαίος Ελληνας. Λίγες φορές στη ζωή μου, και την πρότερη και την κατοπινή, ένιωσα πως ερχόμουν αντιμέτωπος με μια τόσο ξεκάθαρη και σοφή σκέψη. Δεν είχα να αντιτάξω και πολλά. Το βάρος του ισχυρισμού ήταν χειροπιαστό, προφανές: τα δύο κουρελιασμένα παπούτσια στα πόδια μου και το υπέροχο γυαλιστερό ζευγάρι στα δικά του. Δεν υπήρχε δικαιολογία. Δεν ήμουν πια σκλάβος, όμως μετά από τα πρώτα βήματα στον δρόμο της ελευθερίας, να με, καθισμένος σ’ ένα πέτρινο κολονάκι του δρόμου, κρατώντας τα πόδια μου, αδέξιος και άχρηστος σαν το χαλασμένο τρένο που μόλις προ ολίγου είχαμε αφήσει. Αξιζα λοιπόν την ελευθερία; Ο Ελληνας έδειχνε ν’ αμφιβάλλει γι’ αυτό.

«…Ομως είχα οστρακιά, πυρετό, ήμουν στο αναρρωτήριο· η αποθήκη με τα παπούτσια ήταν πολύ μακριά, απαγορευόταν να πλησιάσεις, έπειτα έλεγαν πως την είχαν λεηλατήσει οι Πολωνοί. Κι επίσης, δεν είχα δικαίωμα να πιστέψω πως οι Ρώσοι θα είχαν προνοήσει;»

«Λόγια» είπε ο Ελληνας. «Λόγια όλοι ξέρουν να λένε. Εγώ είχα σαράντα πυρετό και δεν καταλάβαινα αν ήταν μέρα ή νύχτα. Ομως ένα πράγμα καταλάβαινα, πως χρειαζόμουν παπούτσια και άλλα πράγματα· σηκώθηκα λοιπόν και πήγα ως την αποθήκη για να μελετήσω την κατάσταση. Κι ήταν εκεί ένας Ρώσος με το πολυβόλο μπροστά στην πόρτα· όμως εγώ ήθελα παπούτσια κι έκανα μεταβολή, έσπασα ένα παραθυράκι και μπήκα. Ετσι πήρα τα παπούτσια και τον σάκο κι όλα όσα είναι μες στο σάκο, που θα χρειαστούν αργότερα. Αυτό σημαίνει προνοητικότητα· ενώ εσύ φέρεσαι σαν βλάκας, σαν να μη λαμβάνεις υπόψη σου την πραγματικότητα».

«Τώρα εσύ είσαι όλο λόγια» είπα εγώ. «Μπορεί να ‘χω κάνει λάθος, όμως το ζήτημα πλέον είναι να φτάσουμε στην Κρακοβία προτού νυχτώσει, με ή χωρίς παπούτσια» και λέγοντας έτσι πάλευα με μουδιασμένα δάχτυλα και με κάτι κομμάτια σύρμα που είχα βρει στον δρόμο, να δέσω έστω προσωρινά τις σόλες στο πάνω μέρος των παπουτσιών.

«Παράτα τα, έτσι δεν καταφέρνεις τίποτα». Μου έδωσε δύο κομμάτια χοντρό πανί που τα ανέσυρε από τον μπόγο και μου έδειξε τον τρόπο να τυλίξω παπούτσια και πόδια μαζί, ώστε να μπορώ να περπατήσω καλύτερα. Επειτα συνεχίσαμε τον δρόμο μας σιωπηλοί…».