
Από έναν άνθρωπο που έζησε τη «νύχτα της νύχτας» μέσα στο Αουσβιτς θα ήταν ίσως φυσιολογικό να περιμένει την καταγγελία. Το Κακό εντυπώθηκε στο κορμί του – με περισσότερες από τη μεταφορική σημασία – και λειτούργησε ως αντιπαράδειγμα για το τι είναι ικανός να διαπράξει ο ανθρώπινος νους όταν απεργάζεται την εξόντωση του «Αλλου». Ο Πρίμο Λέβι, ωστόσο, δεν κατήγγειλε στο «Αν αυτό είναι ο άνθρωπος» (1946). Ακολουθώντας την προσταγή του Σπινόζα προσπάθησε να κατανοήσει τη φύση της ναζιστικής θηριωδίας, παρά να την κατακρίνει. Κατέληξε μάλιστα στο απόσταγμα που έκτοτε στοιχειώνει την ευρωπαϊκή συνείδηση: «Συνέβη, επομένως μπορεί να ξανασυμβεί: είναι η ουσία όσων έχουμε να πούμε».
Τον Απρίλιο του 1963 είναι η σειρά της «Ανακωχής» (εκδ. Einaudi), όπου ο Λέβι περιγράφει την πορεία επαναπατρισμού του στο Τορίνο από το σοβιετικό στρατόπεδο διέλευσης, όπου εργάζεται ως νοσοκόμος μετά την απελευθέρωση, την Ουκρανία, τη Ρουμανία, την Ουγγαρία και την Αυστρία. Στο Τορίνο φτάνει στις 19 Οκτωβρίου 1945 και παντρεύεται τη Λουτσία Μορπούργκο τον Σεπτέμβριο του 1947. «Η ανακωχή» είναι γεμάτη από πρόσωπα: τους συντρόφους του στην οδύσσεια, όπως σημειώνει ο Ερνέστο Φερέρο στο επίμετρο της ελληνικής νέας έκδοσης του Πατάκη, που αναμένεται την επόμενη εβδομάδα, σε μετάφραση Αννας Παπασταύρου (η πρώτη είχε κυκλοφορήσει το 1997 από τη Μέδουσα, σε μετάφραση Ζακ Σαμουήλ). Μαζί με τους συντρόφους του, τους οποίους μία βρίσκει και μία χάνει, συναντάει ακόμα διάφορους κατοίκους περιοχών, στρατιώτες και στρατιωτίνες του Κόκκινου Στρατού, αλλά και τους κατοπινούς μέντορές του, τον Ελληνα Μόρντο Ναούμ και τον Ρωμαίο Τσέζαρε, «ασυναγώνιστους δασκάλους της επιβίωσης». «Η ανακωχή», λοιπόν, αποτελούσε, «ύστερα από μια μικρή Ιλιάδα, μια μικρή Οδύσσεια, μετά τον πόλεμο, ο νόστος, η επιστροφή», σύμφωνα με τη διατύπωση του ιταλού κριτικού Φράνκο Αντονιτσέλι. Θα ακολουθούσε το επίσης αυτοβιογραφικό «Αυτοί που βούλιαξαν κι αυτοί που σώθηκαν», με το οποίο ολοκληρωνόταν η τριλογία των έργων του. Με την άδεια του εκδοτικού οίκου, προδημοσιεύουμε αποσπάσματα από το τρίτο κεφάλαιο της «Ανακωχής» με τίτλο «Ο Ελληνας».