Πολλαπλές απειλές, δύσκολη συναίνεση

Ο πόλεμος Ισραήλ – Ιράν σταμάτησε. Αλλά δεν τελείωσε. Κανείς δεν φαντάζεται ότι έπειτα από αυτές τις τρομακτικές 12 μέρες, η Μέση Ανατολή μπαίνει σε μια περίοδο ειρήνης, αδελφοσύνης και ευημερίας. Η εποχή της μετα-παγκοσμιοποίησης χαρακτηρίζεται από μείζονες πολεμικές συγκρούσεις, τώρα πια με την άμεση στρατιωτική εμπλοκή υπερδυνάμεων – πρώτα η Ρωσία στην Ουκρανία, τώρα οι ΗΠΑ στο Ιράν. Η απειλή θα είναι διαρκής. Και η Ελλάδα βρίσκεται σε άμεση γειτνίαση με όλα τα μέτωπα, ανοιχτά και δυνητικά.

Δύο άλλες, παράλληλες, εξελίξεις λειτουργούν επιβαρυντικά. Μια ματιά στον χάρτη δείχνει πως από τη Δυτική Σαχάρα μέχρι την Κίνα υπάρχουν δύο χώρες στις οποίες μπορεί να υπολογίζει η Δύση – η αιγυπτιακή δικτατορία του Αλ Σίσι και η τουρκική αυταρχική δημοκρατία του Ερντογάν. Και μόνο η Τουρκία είναι μέλος του ΝΑΤΟ, που δεν διστάζει να εμπλακεί άμεσα και με ανθρώπινο κόστος σε συρράξεις, όπως στη Συρία και τη Λιβύη. Για όποιον ο χάρτης δεν αρκεί, η πρόσφατη φωτογραφία Τραμπ – Ερντογάν δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνειών. Και η Τουρκία έχει αυτόνομη και εξαγωγική αμυντική βιομηχανία, ενώ δύσκολα πια οποιοσδήποτε θα της αρνηθεί τους εξοπλισμούς που ζητάει – F-35 από τους Αμερικανούς, Eurofighter από τους Γερμανούς, υπερσύγχρονα βλήματα από τους Γάλλους. Οι Ευρωπαίοι (πλην Σάντσεθ) συνθηκολόγησαν στην απαίτηση Τραμπ για έκρηξη αμυντικών δαπανών στο 5% του ΑΕΠ. Είναι ωραίο να το λέμε ευκαιρία, αλλά η ευκαιρία είναι ενδεχόμενη, το κόστος βέβαιο. Η Ελλάδα ήδη υπερεξοπλίζεται, τα όπλα της τα αγοράζει όλα από το εξωτερικό, η παραγωγή στρατιωτικού υλικού θέλει χρόνια (και εάν συμβεί) για να αποκτήσει ένα ουσιαστικό μέγεθος.

Τέτοιας έκτασης προκλήσεις προϋποθέτουν ευρείες εσωτερικές συναινέσεις. Η εκπληκτική ισχύς μιας χώρας όπως το Ισραήλ χτίστηκε πάνω σε τρεις παράγοντες: την εξωτερική απειλή, το ενιαίο εσωτερικό μέτωπο απέναντί της και την κινητοποίηση της διασποράς. Η Ελλάδα δεν μπορεί (ούτε και κανείς θα ήθελε) να γίνει Ισραήλ. Αλλά από τους τρεις παράγοντες έχει, άκουσα, τον πρώτο – την απειλή. Με τη διασπορά της έχει δεσμούς που φθίνουν. Μένει το εσωτερικό μέτωπο. Ο πλήρης κατακερματισμός της αντιπολίτευσης ασφαλώς αυξάνει τον συντελεστή δυσκολίας. Με ποια εμπιστοσύνη να κάνει ο πρωθυπουργός συζήτηση με τον εγχώριο εγκωμιαστή του Πούτιν κ. Βελόπουλο, ή με την κυρία Κωνσταντοπούλου που τον κατηγορεί για εσχάτη προδοσία; Τι θα εκπροσωπεί μετά τις εκλογές, όποτε γίνουν, ο κ. Φάμελλος ή ο κ. Χαρίτσης (εάν φτάσει έως εκεί…). Εκ των πραγμάτων, η συναίνεση αφορά τα ιστορικά κόμματα της μεταπολιτευτικής διακυβέρνησης – τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ. Για το ΠΑΣΟΚ, ο κίνδυνος είναι ορατός. Πάντοτε στις εθνικές κρίσεις, στην απειλή πολέμου, οι πολίτες συσπειρώνονται γύρω από την εκάστοτε κυβέρνηση (ακόμη κι όταν αυτή ήταν η δικτατορία Μεταξά).

Επομένως, αυτή η αδύναμη, καχεκτική αξιωματική αντιπολίτευση αποκτά αίφνης ένα κρίσιμο βάρος. Είναι ο μόνος πόλος ουσιαστικής συμπόρευσης στην πιο μεγάλη πρόκληση της συγκυρίας. Και η ευκαιρία της να δώσει διαπιστευτήρια ωριμότητας και υπευθυνότητας, δηλαδή να συμπεριφερθεί ως αυτό που ήταν – ένα κόμμα εξουσίας. Η κυβέρνηση έχει κακό παρελθόν με τη συναίνεση. Την έχει επανειλημμένα εργαλειοποιήσει. Ο πειρασμός να αξιοποιήσει τις εθνικές απειλές ως εκλογικό όπλο δεν είναι μακριά από τον τρόπο που σκέπτεται. Αυτόν τον πειρασμό, αυτή τη φορά πρέπει να τον αποκρούσει.