Οι δηλώσεις του προέδρου της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στο περιθώριο της συνόδου κορυφής του ΝΑΤΟ στη Χάγη υπήρξαν ενδεικτικές των τουρκικών προσδοκιών και προβληματισμών. Ηταν σαφής η ανακούφιση μετά την επίτευξη εκεχειρίας μεταξύ Ισραήλ και Ιράν για πολλούς λόγους, με κυριότερο όλων την κατάσταση της τουρκικής οικονομίας. Ο κίνδυνος να εκτροχιασθεί για άλλη μια φορά η προσπάθεια τιθασεύσεως του πληθωρισμού εξαιτίας της ανόδου των τιμών του αργού πετρελαίου και του φυσικού αερίου ήταν μείζων. Αξίζει να σημειωθεί ότι εκτός της επιδράσεως των τιμών, η Τουρκία κινδύνευε να έχει προβλήματα και στην τροφοδοσία της με φυσικό αέριο. Το Ιράν είναι ο τρίτος μεγαλύτερος προμηθευτής της τουρκικής αγοράς φυσικού αερίου μετά τη Ρωσία και το Αζερμπαϊτζάν, παρέχον περί το 15% των ετησίων τουρκικών αναγκών.
Πέραν αυτού, ενδιαφέρον είχε και η ιεράρχηση των τουρκικών αιτημάτων κατά τη συνάντηση των προέδρων Τραμπ και Ερντογάν. Σε περίοπτη θέση ήταν η απαλλαγή της Τουρκίας από τις κυρώσεις που επεβλήθησαν μετά την αγορά των ρωσικών πυραυλικών συστημάτων S-400. Αυτές στηρίζονταν στον νόμο CAATSA, με βασικότερη την αποβολή της Τουρκίας από το πρόγραμμα συμπαραγωγής και αγοράς αεροσκαφών πέμπτης γενεάς F-35. Ηταν σαφής η ελπίδα της τουρκικής πλευράς ότι διά της διαπροσωπικής σχέσεως εμπιστοσύνης των δύο προέδρων αλλά και της νέας σχέσεως μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και Ρωσίας, ο πρόεδρος Τραμπ θα αναλάμβανε την αποστολή να παρακάμψει ή να υπερβεί τα εμπόδια που το Κογκρέσο θα έθετε σε μια τέτοια αλλαγή πολιτικής.
Λιγότερη δημοσιότητα συγκέντρωσε το τουρκικό αίτημα για προμήθεια αμερικανικών μηχανών για το σχεδιαζόμενο τουρκικής κατασκευής αεροσκάφος πέμπτης γενεάς «Καάν.» Το αίτημα αυτό ήταν ενδεικτικό της αναπόφευκτης προσαρμογής της τουρκικής ρητορείας στην πραγματικότητα. Μέχρι τώρα η κατασκευή του αεροσκάφους «Καάν» παρουσιαζόταν ως απόδειξη της προόδου που είχε επιτύχει η τουρκική πολεμική βιομηχανία και μέτρο της στρατηγικής αυτονομίας που φιλοδοξούσε να αποκτήσει η ίδια η Τουρκία ως προς τους δυτικούς της εταίρους στο ΝΑΤΟ. Το «Καάν» παρουσιαζόταν ως «εγχώριο και εθνικό (yerli ve milli)» προϊόν, ο σχεδιασμός, η κατασκευή και η τεχνολογία του οποίου θα ήσαν αμιγώς τουρκικά. Ετσι η Τουρκία δεν θα εξαρτάτο από τις διπλωματικές προθέσεις κρατών όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γερμανία για την ανάπτυξη της πολεμικής της αεροπορίας. Το αίτημα αποτέλεσε έμμεση ομολογία του ότι παρά την αδιαμφισβήτητη πρόοδο της τουρκικής πολεμικής βιομηχανίας, αυτή αδυνατεί προς το παρόν να υποστηρίξει τη στρατηγική αυτονόμηση της Τουρκίας από τη Δύση.
Τέλος, ήταν εντυπωσιακή η απουσία οιασδήποτε αναφοράς στην κατάσταση στη Λωρίδα της Γάζας, δεδομένων και των θέσεων που έχει εκφράσει ο πρόεδρος Τραμπ για το μέλλον της περιοχής και των κατοίκων της. Αν και το Παλαιστινιακό παραμένει ένα από τα κύρια θέματα επί του οποίου οικοδομείται η αντιδυτική ρητορεία του κυβερνητικού συνασπισμού όταν απευθύνεται στην τουρκική κοινή γνώμη, παρέμεινε στο περιθώριο κατά τις κρίσιμες συναντήσεις της τουρκικής αντιπροσωπείας στη Χάγη.
Ο Ιωάννης Ν. Γρηγοριάδης είναι αναπληρωτής καθηγητής του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Μπίλκεντ και επικεφαλής του Προγράμματος Τουρκίας του ΕΛΙΑΜΕΠ