Εδώ που φτάσαμε σε λίγο θα του… κόβουμε και τούρτα: το τουρκικό Casus belli εναντίον της Ελλάδας έγινε αισίως 30 ετών και, δυστυχώς, είναι στην… ακμή της νιότης του. Γιατί όλα όσα μετατρέπουν τα «ήρεμα νερά» σε ένα είδος κακόγουστης φάρσας έχουν εκεί την πηγή τους: αυτή είναι η αρχή, η μέση και το τέλος. Ξέρουμε την αρχή, ζούμε τη μέση, όμως, το όποιο τέλος, ανήκει στη σφαίρα του μέλλοντος. Και όπως έγραψε ο Καβάφης «τα μέλλοντα γνωρίζουν οι θεοί…».
Το 1994 τέθηκε σε ισχύ η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας, η προετοιμασία της οποίας χρειάστηκε μία ολόκληρη δεκαετία και σήμερα φέρει την υπογραφή 168 κρατών, μεταξύ των οποίων όμως δεν περιλαμβάνονται η Τουρκία μα ούτε και οι Ηνωμένες Πολιτείες.
Η Ελλάδα, που έχει κυρώσει τη Σύμβαση, προχώρησε σχεδόν αμέσως, τον Ιούνιο του 1995, σε ψήφιση νομοθεσίας που αναγνώριζε το δικαίωμά της να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 ν.μ. Η αντίδραση της Τουρκίας τότε ήταν το Casus belli: το ψήφισμα της Τουρκικής Εθνοσυνέλευσης σύμφωνα με το οποίο η εφαρμογή αυτής της νομοθεσίας από την Ελλάδα συνιστά για την Τουρκία αιτία πολέμου.
Αυτή είναι εν συντομία η ιστορία του τουρκικού Casus belli από το οποίο η Αγκυρα ουδέποτε δέχθηκε καν να συζητήσει ενδεχόμενη υποχώρηση. Και, συνεπώς, διέπει έκτοτε de facto το σύνολο των σχέσεων των δύο κρατών.
Αποτελεί αναπάντητο ιστορικό ερώτημα το εάν η Ελλάδα της τελευταίας περιόδου του Ανδρέα Παπανδρέου είχε πλήρη συνείδηση του γεγονότος ότι στην ουσία ακρωτηρίαζε μόνη το δικαίωμά της στην ανακήρυξη των 12 ν.μ., καθώς αντί να το πράξει απευθείας μονομερώς όπως είχε κάθε δικαίωμα, απλώς το… κατοχύρωνε για το μέλλον χωρίς να υπάρχει καμία τέτοιου είδους ανάγκη: αν ήταν να γίνει, έπρεπε να γίνει όλο σε μία στιγμή. Αντίθετα, έδινε έτσι στην Τουρκία τη δυνατότητα να επεξεργαστεί και να εφαρμόσει τη στρατηγική του Casus belli δημιουργώντας εκείνη ένα τετελεσμένο που έκτοτε παραμένει κυρίαρχο στο Αιγαίο και που η σημασία του μεγιστοποιείται όσο περνούν τα χρόνια – το τελευταίο δε διάστημα δραματικά.
Η τουρκική αντίδραση έναντι αυτής της λίαν παράδοξης… επιβεβαίωσης για το μέλλον ενός ήδη διεθνώς βεβαιωμένου δικαιώματος, έπιασε ουσιαστικά την Ελλάδα στον ύπνο και την ανάγκασε να συνδέσει οριστικά και αμετάκλητα την επέκταση με την κήρυξη πολέμου που έδεσε τα χέρια των ελληνικών κυβερνήσεων.
Οι τουρκικές απειλές δεν ήταν φυσικά νέες το 1995. Είχαν ήδη πολύ «πλούσιο» παρελθόν, με αιχμή την εγκληματική πολιτική της «κυβέρνησης» Ανδρουτσόπουλου, πριν ακόμα και από την προδοσία της Κύπρου, όταν ηλιθίως ανακοίνωνε θριαμβευτικά «τεράστια κοιτάσματα» στις εν λόγω περιοχές. Ομως το 1995 ήταν που δόθηκε στην Αγκυρα η ευκαιρία να επισημοποιήσει την απειλή πολέμου σε τέτοιο επίπεδο, με απόλυτα σαφείς προδιαγραφές, που δεν υπήρξαν ποτέ στο παρελθόν. Και φυσικά την άρπαξε. Και ίσως η πιο πικρή ειρωνεία αυτής της ιστορίας είναι ότι όταν ήρθε προς ψήφιση το Casus belli κατά της Ελλάδας στην τουρκική εθνοσυνέλευση, ένα από τα κύρια επιχειρήματα στα οποία στηρίχθηκε ήταν ότι αντιστρατεύεται τι; Μα… τη Συνθήκη της Λωζάννης.