«Αν μου έλεγες τότε ότι θα το ζήσω…»

«Πέρασαν 21 χρόνια και προσπαθώ ακόμη να το πιστέψω». Υπάρχουν στιγμές που δεν τις εξηγείς. Μόνο τις κουβαλάς. Και κάποτε, αν έχεις τις λέξεις, τις ξαναζείς. Ο Θοδωρής Ζαγοράκης στο περιθώριο της προετοιμασίας του νέου αθλητικού κέντρου στη Νέα Ραιδεστό Θεσσαλονίκης και της ακαδημίας (Zagorakis FC) που ετοιμάζει, βρίσκει αυτές τις λέξεις, τις βάζει στη σωστή σειρά και μας ξαναπαίρνει μαζί του στην Πορτογαλία. Εκεί που για λίγο σταμάτησε ο χρόνος και

η Ελλάδα άγγιξε το απίθανο.

Αφηγείται  όχι σαν ήρωας – αλλά σαν ένας από εμάς και παραδίδει στα «ΝΕΑ» μια αφήγηση-ορόσημο και ενόψει της 4ης Ιουλίου, ημέρα που

η Εθνική Ελλάδας μάς έστειλε στα ουράνια.

 

 

 

Αν μπορούσα να καθίσω απέναντι από τον εαυτό μου το καλοκαίρι του 2004, θα του έλεγα να μη φοβάται. Να μη διστάσει. Να συνεχίσει να πιστεύει. Εκείνος ο Θοδωρής – ντροπαλός, επιφυλακτικός, γεμάτος αμφιβολίες – δεν είχε ιδέα ότι σε λίγες ημέρες θα ζούσε κάτι που δεν τολμούσε ούτε να ονειρευτεί.

Θα του θύμιζα το λεωφορείο που έγραφε «οι 11 σύγχρονοι Ελληνες θεοί». Τη νύχτα στο Αϊντχόφεν με τα παιδιά, που γελούσαμε και λέγαμε τι θα ζητήσει ο καθένας αν κατακτήσουμε το τρόπαιο. Την πρεμιέρα με την Πορτογαλία, που φάνταζε αδύνατο να κερδηθεί. Την αγωνία πριν από κάθε παιχνίδι. Τη στιγμή που ο Καραγκούνης φώναξε «περάσαμε!» χωρίς να ξέρουμε αν λέει αλήθεια ή όχι. Την κούρσα με την μπάλα απέναντι στη Γαλλία. Την ντρίμπλα στον Λιζαραζού. Το βλέμμα του Οτο που έλεγε «εσύ οδηγείς». Και μετά… το Da Luz. Τα ουρλιαχτά. Η σιωπή. Η Ιστορία.

Αν έγραφα τότε σε χαρτί τα πράγματα που θα ακολουθούσαν, θα με περνούσα για τρελό. Ομως συνέβησαν. Και σήμερα, 21 χρόνια μετά, δεν θυμάμαι απλώς τις εικόνες. Θυμάμαι πώς ένιωσα. Και αυτό είναι που κρατάω. Αυτό είναι που θέλω να μοιραστώ μαζί σας. Οχι το τρόπαιο. Αλλά τον δρόμο. Την πίστη. Και την αλήθεια του κάθε λεπτού που μας οδήγησε στην κορυφή.

Η σκιά πριν από τη δόξα

Λίγες εβδομάδες πριν φύγουμε για την Πορτογαλία, το παρελθόν ήρθε να με κυνηγήσει. Δύο παλιές υποθέσεις με αυξημένες τιμές τεστοστερόνης – παρότι είχα αθωωθεί – επέστρεψαν απειλητικά. Ούτε μία φορά στην καριέρα μου δεν έκανα χρήση αναβολικών. Δεν με αφορούσε, ούτε καν ως σκέψη.

Ομως το όνομά μου, χωρίς να το ξέρω, μπήκε ξανά στο μικροσκόπιο. Ο Βασίλης Γκαγκάτσης επέμεινε σε αιματολογικό έλεγχο για όλους μας πριν απ’ την αποστολή. Οταν τα αποτελέσματα έφτασαν, φάνηκε πως εγώ ήμουν εκείνος με τιμές που χρειάζονταν εξήγηση. Εκείνη την ώρα, εγώ ήμουν ήδη στο Μπαντ Ραγκάζ. Εκείνος έμεινε πίσω, άνοιξε φακέλους, συγκέντρωσε έγγραφα, βρήκε παλιές αποφάσεις. Κι όταν έφτασε στη Λισαβόνα, μαζί με τον Θόδωρο Θεοδωρίδη, αντιμετώπισαν την ιατρική επιτροπή της UEFA.

Εγώ δεν ήξερα τίποτα. Εμαθα την αλήθεια λίγες ώρες πριν από την πρεμιέρα. «Εχεις βρεθεί θετικός στον εσωτερικό έλεγχο», μου είπε ο Θεοδωρίδης. Περάσαμε ένα βράδυ-εφιάλτη με τον Γκαγκάτση στο τηλέφωνο μέχρι τις 4 το πρωί. Το πρωί ήρθε η απόφαση: θα παίξεις.

Δύο ημέρες πριν αρχίσει το EURO, κέρδισα το πιο δύσκολο ματς της ζωής μου. Οχι στο γήπεδο. Αλλά στην αλήθεια.

Πρεμιέρα στο Dragão

Η πρεμιέρα είναι το εγερτήριο. Δεν είναι πάντα «once in a lifetime», αλλά εκείνη ήταν. Ηταν το ματς που μας υπενθύμισε ότι ήρθαμε στην Πορτογαλία για να γράψουμε ιστορία.

Η δική μου 90ή συμμετοχή. Φόρεσα παπούτσια με το «90» – με χτύπησαν και δεν τα ξαναφόρεσα ποτέ. Ολόκληρη η πόλη του Πόρτο βουτηγμένη στις σημαίες: μπαλκόνια, ταξί, λεωφορεία. Μια χώρα ενωμένη, απέναντι σε μια ομάδα που όλοι την υποτίμησαν. Οι «παππούδες», όπως μας αποκαλούσαν.

Ο Ρεχάγκελ φώναζε «μην πανηγυρίζετε» μετά το 0-1 του Καραγκούνη, όμως δεν μπορούσαμε να κρατηθούμε. Ο Μπασινάς κάνει το 0-2 με πέναλτι – και ξέρουμε ότι κάτι χτίζεται. Δεν ήταν τύχη. Ημασταν καλύτεροι.

Στο τέλος, πήρα την μπάλα, το βραβείο του MVP και την απόλυτη βεβαιότητα ότι είχαμε ξεκινήσει κάτι μεγάλο. Το πρώτο βήμα είχε γίνει. Και ήταν τεράστιο.

Οι κάρτες και ο… Πιρές

Η διαιτησία ήταν πάντα μέρος της κουβέντας πριν και μετά από κάθε παιχνίδι. Εγώ πέρασα τη φάση των ομίλων με μόλις μία κάρτα – από τον Μίχελ, στο ματς με την Ισπανία. Ο Καραγκούνης, αντίθετα, έπαιξε στα τέσσερα και πήρε κάρτα και στα τέσσερα. Εχασε τη Ρωσία και – πιο πικρά – τον τελικό. «Ρε capitano, όλο εγώ δέχομαι κάρτες, όλοι οι άλλοι τίποτα», μου έλεγε παραπονιάρικα ο «Κάρα». Ο Κολίνα, ο Φρισκ, ο Μίχελ – όλοι του έδειξαν την κάρτα.

Κάρτα πήρα και στον προημιτελικό με τη Γαλλία. Ενα σκληρό μαρκάρισμα στον Πιρές, στα όρια της κόκκινης. Είχα θολώσει: λίγο πριν, ο Μακελελέ με είχε πατήσει ενώ ήμουν πεσμένος. Εβγαλα πάνω στον Πιρές όλα τα νεύρα μου. Αργότερα, βλέποντας το ματς στην τηλεόραση, είδα στο πρόσωπό μου όλο τον εκνευρισμό. Το θυμήθηκα 21 χρόνια μετά στο πρόσφατο φιλικό των Legends στην Τούμπα, όπου και πάλι υπήρξε μια στιγμή έντασης ανάμεσά μας! Απίστευτο… Στο Φάρο κόντρα στη Ρωσία μπήκαμε όπως δεν έπρεπε: φοβισμένοι, μπερδεμένοι, πίσω στο σκορ πριν προλάβουμε να ανασάνουμε. Το 0-2 μας σόκαρε. Το γκολ του Βρύζα έμελλε να αποδειχθεί ιστορικό. Στο φινάλε, κανείς μας δεν ήξερε αν περνάμε. Ο Καραγκούνης, τιμωρημένος, φώναζε από την εξέδρα: «Περάσαμε, πανηγυρίστε!». Είχε δίκιο.

Η ντρίμπλα που

έγραψε ιστορία

Ηταν το βράδυ που ο κόσμος θυμήθηκε πως υπάρχει και η Ελλάδα. Ναι, παίξαμε κόντρα στην παγκόσμια πρωταθλήτρια Γαλλία των Ζιντάν, Ανρί, Τρεζεγκέ, Πιρές. Ναι, ο Ρεχάγκελ είχε ετοιμάσει man to man για όλο το γήπεδο – κι εμείς αποφασίσαμε να το αλλάξουμε μόνοι μας πάνω στο λεωφορείο πηγαίνοντας από το ξενοδοχείο στο γήπεδο.

Το ματς κύλησε όπως το θέλαμε. Και στο 65′, από εκείνη τη θέση του «δεξιού μπακ», που είχα μετακινηθεί βάσει των όσων είχαμε συζητήσει μεταξύ μας, ήρθε η ντρίμπλα στον Λιζαραζού – μια ντρίμπλα που ούτε θυμόμουν ποιον είχα περάσει εκείνη τη στιγμή. Το είδα πολλές φορές στο βίντεο μετά το τέλος του τουρνουά.

Το σκάψιμο, η σέντρα, η κεφαλιά του Χαριστέα. 0-1. Μείναμε ψύχραιμοι, αντέξαμε, νικήσαμε. Και γράψαμε ιστορία. Η κατάκτηση του EURO ξεκίνησε εκείνο το βράδυ. Οχι από σύμπτωση, αλλά από πίστη. Από σχέδιο. Και από μια ντρίμπλα που έμεινε.

Η φασαρία για τα δωμάτια…

Με νομοτελειακή ακρίβεια και συνέπεια προχωρούσαμε. Ο ημιτελικός στο Dragão με τους Τσέχους, την πρώτη ημέρα του Ιουλίου, ήταν μπροστά μας. Μέχρι τότε η Τσεχία έπαιζε μπαλάρα. Τρία στα τρία στον όμιλο με Ολλανδία και Γερμανία, και μια τεράστια νίκη με 3-0 επί της Δανίας στον προημιτελικό. Η καλύτερη ομάδα του τουρνουά. Κι όμως, εμείς ήμασταν εκεί.

Ταξιδεύουμε για το Πόρτο και καταλήγουμε σε ένα πρώην μοναστήρι, στο βουνό έξω από την Μπράγκα. Στο λεωφορείο, φτάνει η πρώτη ένταση: ποιος πήρε ποιο δωμάτιο. Σουίτες, μπαλκόνια, θέα – όλοι είχαμε παράπονα. Κάποιοι τα έβαλαν με τον team manager. Βγήκα μπροστά: «Πάμε να παίξουμε ημιτελικό EURO και μαλώνουμε σαν μικρά παιδιά. Συνέλθετε». Τέλος. Σαν να γύρισε διακόπτης.

Στην προπόνηση, το κλίμα άριστο. Πειράγματα, χαβαλές, αλλά και συγκέντρωση. Βάζαμε τον Κατεργιαννάκη σέντερ φορ και τον Τοπαλίδη δεξί μπακ στα οικογενειακά διπλά. Οι Πορτογάλοι μας κοιτούσαν σαν κάτι παράξενο. Είχαν δει Ισπανούς και Πορτογάλους να μη μιλάνε καν μεταξύ τους πριν απ’ τα ματς. Εμείς, γελούσαμε.

Το παιχνίδι ήταν τεράστιο. Στο Dragão, με 12.000 Ελληνες να χορεύουν αγκαζέ και να τραγουδούν «Ελλάς ολέ». Ο Νέντβεντ, ο Μπάρος, ο Ροζίτσκι, ο Κόλερ – τρομερή ομάδα. Κι όμως, κρατούσαμε. Ο Καψής έκανε ηρωική δουλειά πάνω στον Κόλερ, ο Αντώνης κατέβαζε ρολά. Λίγο πριν απ’ το ημίχρονο, ο Νέντβεντ τραυματίζεται.

Σωριάζεται. Μένουν όλοι άφωνοι. Ο Νέντβεντ έπαιξε 40 λεπτά. Δεν ξανάπαιξε ποτέ στην Εθνική.

Το ματς φτάνει στην παράταση. Κανείς δεν σπάει. Κανείς δεν λυγίζει. Ο Τσιάρτας μπαίνει με καθυστέρηση, εκτελεί κόρνερ στο πρώτο δοκάρι, ο Δέλλας δεν πηδάει καν. Η κεφαλιά του γράφει ιστορία. Το ασημένιο γκολ. Τέλος. Το γήπεδο σείεται, ο Ρεχάγκελ νομίζει ότι το ματς συνεχίζεται, κάνει σήματα να γυρίσουμε πίσω. Εμείς έχουμε ήδη φύγει: προς τον τελικό.

Στο αεροπλάνο που περίμενε για να μας επιστρέψει στην Αθήνα – σε περίπτωση ήττας – έσβησαν οι μηχανές. Μείναμε. Πέντε μέρες ακόμα. Για να τελειώσουμε αυτό που είχαμε ξεκινήσει.

Η δική μας 4η Ιουλίου

Λίγο πριν φύγουμε για Πορτογαλία, ήξερα ότι η επιτυχία θα ‘ρθει μόνο αν είμαστε όλοι μαζί – βασικοί και αναπληρωματικοί, πρώτοι και εικοστοί τρίτοι. Πρότεινα στον Γκαγκάτση να μοιραστεί το πριμ ισόποσα. Δεν το είχαμε ξανακάνει έτσι, αλλά ήξερα ότι θα ενώσει την ομάδα. Ολοι να νιώθουμε ισότιμοι.

Μετά την Τσεχία, κάποιοι μίλησαν για πριμ ενός εκατομμυρίου. Οι αριθμοί δεν έβγαιναν – ούτε με κύπελλο στα χέρια. Τρέξαμε να σώσουμε το κλίμα. Ο Γκαγκάτσης μας έδειξε τον δρόμο: «Θα τα πείτε στον πρωθυπουργό». Δεν το κάναμε. Το θέμα έμεινε μετέωρο. Τελικά, πήραμε λιγότερα απ’ όσα περιμέναμε – μα και πάλι, πήραμε κάτι πιο μεγάλο: τη νίκη. Τη μοιραστήκαμε όπως το πριμ. Ισα.

Ηξερα ότι αυτή δεν ήταν απλώς μια βραδιά. Ηταν το τέλος ενός ταξιδιού που είχε ξεκινήσει με αμφισβήτηση και φόβο. Οι Πορτογάλοι γεμάτοι αυτοπεποίθηση, εμείς με τη δική μας βεβαιότητα: ότι ήμασταν έτοιμοι.

Δεν παίζαμε μόνο άμυνα

Μπήκαμε στο γήπεδο με πάθος και καθαρό μυαλό. Οχι, δεν παίζαμε μόνο άμυνα. Παίζαμε οργανωμένα, με σχέδιο και δουλεμένες στημένες φάσεις. Στο 57′, ο Αγγελος σήκωσε την μπάλα, ο Ζήσης έδεσε τον Ρικάρντο στη θέση του και ο Χαριστέας εκτέλεσε. 1-0.

Κρατούσαμε. Ο ένας για τον άλλον. Εχανε μονομαχία ο ένας, κάλυπτε ο άλλος. Οι δυνάμεις μας λιγόστευαν, ώσπου εμφανίστηκε ένας απρόσκλητος «σύμμαχος»: ο Jimmy Jump. Εισβολή, διακοπή, ανάσα. Ξαναμπήκαμε πιο σφιχτοί από ποτέ.

Ο χρόνος κυλούσε βασανιστικά. Πήρα μια τελευταία κατοχή, πήρα φάουλ. Κι ύστερα… το σφύριγμα. Τέλος. Εγινε σκοτάδι – μέσα μου, έξω μου. Η Ελλάδα ήταν πρωταθλήτρια Ευρώπης.

Σήκωσα το κύπελλο με τη δύναμη όλων των Ελλήνων. Από τη Λυδία Καβάλας ως το Σίδνεϊ και τη Νέα Υόρκη. Εκείνη τη στιγμή δεν κρατούσα απλώς ένα τρόπαιο – κρατούσα το όνειρο όλων μας.  Δεν το φαντάστηκα ποτέ έτσι. Ημουν απλώς ένα παιδί που κάποτε φοβόταν τη φωνή της μάνας του να του λέει να σταματήσει το ποδόσφαιρο και να διαβάσει. Ευτυχώς, δεν την άκουσα.