Το τριπλό σοκ

Το δημοψήφισμα του Ιουλίου του 2015 ήταν ένα τριπλό σοκ για τη χώρα για τους εξής λόγους: πρώτον, δεν υπήρχε καμία ανάγκη να γίνει δεδομένου ότι οι διαφορές στη διαπραγμάτευση ήταν πλέον πολύ μικρές, ίσως μικρότερες και από το συνολικό κόστος διοργάνωσης των προεκλογικών συγκεντρώσεων. Ας το δούμε από την αρχή:

Τον Ιανουάριο 2015 η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ είχε ξεκινήσει με καλούς οιωνούς, έχοντας δύο αβαντάζ και μία τυφλή εμμονή. Το ένα αβαντάζ ήταν η στρωμένη κατάσταση που παρέλαβε από την προηγούμενη διακυβέρνηση, στη διάρκεια της οποίας η στιβαρή διαχείριση που είχαν κάνει Βενιζέλος και Στουρνάρας (συν την καθοριστική συνεισφορά του αείμνηστου Προβόπουλου) είχε αποτρέψει τον κίνδυνο του Grexit και είχε ελαχιστοποιήσει τις διαφορές με τους πιστωτές. Το δεύτερο αβαντάζ ήταν η διαμόρφωση εκείνη την εποχή μιας θετικής γνώμης επιφανών διεθνών οικονομολόγων υπέρ της χώρας μας και εναντίον των σκληρών μέτρων λιτότητας. Αυτά τα δύο κάπως αξιοποιήθηκαν τον Φεβρουάριο 2015 και παρ’ ολίγον να βρεθεί μια έντιμη συμφωνία στο Eurogroup. Τα κατέστρεψε όμως όλα με ωμό τυχοδιωκτικό τρόπο ο εξωφρενικός υπουργός, το μόνο μέλημα του οποίου ήταν να πλημμυρίσει με αίμα την αρένα. Το επεισόδιο αυτό άφησε μια μεγάλη εκκρεμότητα αναμέτρησης με την ΕΕ που σερβιρίστηκε ως κρύο πιάτο τέσσερις μήνες αργότερα, παραποιώντας τα δεδομένα και τις πιθανότητες της διαπραγμάτευσης.

Δεύτερο σοκ ήταν το οφθαλμοφανές στοιχείο ότι με οποιαδήποτε εκδοχή στο δημοψήφισμα, η Ελλάδα θα βρισκόταν σε πιο μειονεκτική θέση από πριν: αν μεν η κυβέρνηση ακολουθούσε το «όχι» θα είχαμε βγει το ίδιο βράδυ από το ευρώ και σήμερα θα ήμασταν μαζί με άλλες χώρες της περιοχής σε συνομιλίες για ανθρωπιστική βοήθεια. Αν υιοθετούσε το «ναι» (όπως και τελικά έκανε) ήταν μαθηματικά βέβαιο πως οι όροι θα είναι τόσο τιμωρητικοί που να μην ξανασκεφτεί κανείς παρόμοια πειράματα στην ΕΕ. Ακόμα πιο εντυπωσιακό όμως είναι αυτό που ακολούθησε τις δεύτερες εκλογές του 2015, όταν βράχηκαν τα πυροτεχνήματα και η κυβέρνηση άρχισε να χτίζει κάποια ψήγματα αξιοπιστίας υπό τη στενή παρακολούθηση της τρόικας και η οικονομία άρχισε πάλι να σταθεροποιείται. Αν κλάσμα αυτού του ρεαλισμού είχε επιδείξει από την αρχή, η χώρα θα είχε επανέλθει στην κανονικότητα πολύ νωρίτερα.

Τρίτο σοκ ήταν όταν αποκαλύφθηκε με πόση ελαφρότητα και ασχετοσύνη λαμβάνονταν οι αποφάσεις που κρίνουν την πορεία της χώρας: ακόμα και αν δεχτούμε ότι υπάρχει μία απεγνωσμένη δικαιολογία να κάνει κάποιος δημοψήφισμα με ουσιαστικό διακύβευμα την αλλαγή του νομίσματος, θα έπρεπε να είχε τουλάχιστον φροντίσει καιρό πριν να φρενάρει διακριτικά την εκροή κεφαλαίων και μετά να το προκηρύξει για να μη βρεθεί η χώρα χωρίς ρευστότητα από την πρώτη μέρα. Επίσης ήταν αδιανόητο ότι η εισήγηση για δημοψήφισμα έγινε χωρίς διαβούλευση ούτε με την Τράπεζα της Ελλάδος αν και επρόκειτο για θέμα που θα καθόριζε την νομισματική πορεία της χώρας, ούτε με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας αν και θα άλλαζε με καθοριστικό τρόπο τις σχέσεις μας με την Ευρώπη. Για αυτούς τους λόγους ήταν άλλωστε και άνομη η προκήρυξή του, αλλά προφανώς τα θεσμικά φρένα που προνοεί το παρόν Σύνταγμα δεν λειτούργησαν. Τώρα με τη νέα αναθεώρηση του Συντάγματος είναι ευκαιρία να προστεθούν όσα θα κάνουν ένα παρόμοιο καταχρηστικό δημοψήφισμα αδύνατον.

Ο Νίκος Χριστοδουλάκης είναι πρώην υπουργός