Μια «Αντιγόνη» χωρίς «Ερως ανίκατε μάχαν»

Την ώρα που οι τελευταίες αχτίδες του ήλιου έσβηναν στον αργολικό ουρανό, το βράδυ της Παρασκευής, έσβηναν και τα φώτα στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου. Είχαν ήδη περάσει 20 λεπτά μετά την προγραμματισμένη ώρα έναρξης της παγκόσμιας πρεμιέρας της σοφόκλειας «Αντιγόνης» σε σκηνοθεσία του γερμανού σκηνοθέτη Ούλριχ Ράσε, που σήμαινε και την έναρξη του επετειακού – 70 χρόνια – Φεστιβάλ Επιδαύρου, σε μια συμπαραγωγή με το Εθνικό Θέατρο. Και το κοινό – αφού είχε περιεργαστεί τη διαμέτρου 17 μ. κυκλική μαύρη εξέδρα που συνέθετε το βασικό σκηνικό της παράστασης με τους δύο φωτισμένους στύλους που υψώνονταν στον αργολικό ουρανό (8 μ.) ορίζοντας αφαιρετικά την πύλη του ανακτόρου ως άλλες παραστάδες – είχε αρχίσει να «διαμαρτύρεται» λόγω τόσο της αφόρητης ζέστης όσο και της δυομισάωρης διάρκειας της παράστασης. Παρ’ όλα αυτά, μέχρι την τελευταία στιγμή έφταναν κάποιοι από τους θεατές (περί τις 25.000 συνολικά το τριήμερο, μεταξύ των οποίων οι Ιάσων Φωτήλας, Στέφανος Κασσελάκης, Λούκα Κατσέλη).

Η σκηνοθετική πρόταση

Μέσα από το σκοτάδι και ντυμένοι στα μαύρα οι εννέα άνδρες του Χορού ανέβηκαν έρποντας στην πλατφόρμα που άρχισε να περιστρέφεται αργά. Ο μηχανικός της ήχος και η ζωντανή ρυθμική μουσική από κοντραμπάσο και κρουστά έσβησαν μεμιάς το τεττίγισμα των τζιτζικιών. Σηκώθηκαν αργά, σαν οργανισμοί που στην εξέλιξή τους αποκτούν τη δυνατότητα να βαδίσουν. Ντυμένοι με μαύρα παντελόνια και διάτρητα μαύρα πουκάμισα ορθώθηκαν. Συσπειρώθηκαν. Και εκ διαμέτρου αντίθετα – με αφετηρία το κοίλο – ο Κρέων (Γιώργος Γάλλος) ανέβηκε στην πλατφόρμα για να γίνει ένα μαζί τους μέσα από μια αγκαλιά.

Οι πρώτες φράσεις που αρθρώθηκαν ισοπεδωτικά ομοιόμορφα αποκάλυψαν πως η παράσταση ξεκινούσε από την πάροδο, και όχι με τον χαρακτηριστικό διάλογο Αντιγόνης και Ισμήνης. Ο Κρέων υποσχέθηκε ότι «θα κάνει την πόλη του μεγάλη» και υποδέχθηκε τον Φύλακα (Θάνο Τοκάκη), ο οποίος στον ίδιο ακριβώς τόνο περιέγραψε πώς ετάφη ο Πολυνείκης, παρά τις εντολές του βασιλιά. Οσο η ώρα περνούσε η σκηνοθετική πρόταση αποκάλυπτε τις δύο βασικές αρχές και τους δύο επιπλέον πρωταγωνιστές της. Την αδιάκοπη και με συγκεκριμένο βηματισμό κίνηση των ηθοποιών πάνω στη με τρεις δακτυλίους πλατφόρμα, που κινούνταν προς αντίθετες κατευθύνσεις. Την εξουθενωτικά αργή εκφορά του λόγου. Τον φωτισμό (Ελευθερία Ντεκώ) που άλλοτε επιχειρούσε να μεταφέρει μέσω του χρώματος συναίσθημα στο κοίλο και άλλοτε σε συνδυασμό με την απογυμνωμένη από τη φυσικότητα κίνηση δημιουργούσε την αίσθηση πως οι ήρωες επί σκηνής δεν είναι παρά μορφές από μελανόμορφα αγγεία. Και τη μουσική (Αλφρεντ Μπρουκς), που ορισμένες στιγμές έμοιαζε με βιομηχανικό ήχο κάνοντας την κινούμενη εξέδρα να παραπέμπει σε γρανάζι και κάποιες άλλες υπογράμμιζε την ένταση, την απελπισία και την πτώση. Στοιχεία που στο σύνολό τους εν τέλει έδιναν την αίσθηση μιας παράστασης με όρους σύγχρονου μουσικού θεάτρου.

Χρειάστηκε να περάσουν 45 λεπτά για να εμφανιστεί η Αντιγόνη (Κόρα Καρβούνη) επί σκηνής. Ντυμένη στα μαύρα παραδέχθηκε την πράξη της, δίχασε τον Χορό και δεν ξέφυγε από τον επιβαλλόμενο από τη σκηνοθεσία αυστηρό φορμαλισμό. Ο Αίμονας (Δημήτρης Καπουράνης) στάθηκε στο πλευρό της, αν και τίποτα δεν μαρτυρούσε τον ερωτικό δεσμό τους. Και όταν πλέον η ηρωίδα βάδισε προς τον θάνατο, την ακολούθησε σε μια ανοδική (διά της κεντρικής κλίμακας του κοίλου) και σκοτεινή πορεία προς τη δικαίωση.

Εμφανή τα ελλείμματα

Η φόρμα, εκεί, άρχισε να σπάει. Οχι μόνο επειδή ο Τειρεσίας (Φιλαρέτη Κομνηνού) ξεστράτισε από τον γενικό φορμαλιστικό κανόνα και με ερμηνεία που θύμιζε τις κλασικές παραστάσεις αρχαίου δράματος επιχείρησε να προειδοποιήσει τον Κρέοντα για τα δεινά που συνεπάγεται η άκαμπτη στάση του. Αλλά και επειδή πλέον άρχισαν να είναι περισσότερο εμφανή τα ελλείμματα από την απουσία των ρόλων της Ισμήνης και της Ευρυδίκης, αλλά και των εμβληματικών μερών του σοφόκλειου λόγου, όπως το περίφημο γ’ στάσιμο («έρως ανίκατε μάχαν») και ο μονόλογος της Αντιγόνης στον τάφο.

Και ενώ τα νέα για τη διπλή αυτοκτονία Αντιγόνης – Αίμονα έφταναν στον βασιλιά, το ζευγάρι βρέθηκε με διάφανα ρούχα επί σκηνής ως φαντάσματα που στοιχειώνουν τον μετανοημένο πλέον Κρέοντα, ο οποίος στο φινάλε λύγισε, βγαίνοντας από το «καλούπι της φόρμας».

Η ανισότητα ανάμεσα στα δύο μέρη και η αμηχανία προς το τέλος της παράστασης έγιναν ξεκάθαρες στο φινάλε, όταν ο θίασος – ο οποίος είχε υπερβάλει εαυτόν για να κινείται αδιάκοπα επί δυόμισι και πλέον ώρες υπό αφόρητη ζέστη – στεκόταν επί σκηνής περιμένοντας να σβήσουν τα φώτα. Το χειροκρότημα και οι επευφημίες από το κοίλο δεν άφησαν να φτάσει στην ορχήστρα ο διχασμός των θεατών (που αποχωρούσαν σταθερά από την πρώτη ώρα) σχετικά με τη συγκεκριμένη ανάγνωση που έστρεψε όλα τα φώτα στον Κρέοντα εξαφανίζοντας την Αντιγόνη, χωρίς να φτάσει όμως ούτε στην κορύφωση, όπως στον προ διετίας «Αγαμέμνονα» του Ράσε, ούτε στην κάθαρση.