
Από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 – και κυρίως όσο προχωρούσε η δεκαετία του 1980 – ήταν απόλυτα εμφανής στο διανοητικό τοπίο μια όλο και πιο έντονη τάση συνθηκολόγησης από τη μεριά διανοουμένων που τα προηγούμενα χρόνια είχαν στρατευθεί με διάφορους τρόπους υπέρ της δυνατότητας ενός ριζικού κοινωνικού μετασχηματισμού, ιδίως κατά τη διάρκεια του μακριού παγκόσμιου «1968». Ακόμη και όταν αυτή η συνθηκολόγηση δεν σήμαινε ότι συμπεριφέρονταν σαν παλαιάς κοπής «ανανήψαντες», όπως για παράδειγμα οι διαβόητοι «Νέοι Φιλόσοφοι» που πολύ νωρίς ασπάστηκαν έναν εμμονικό αντικομμουνισμό, χάνοντας στη διαδρομή οποιοδήποτε διανοητικό ενδιαφέρον, αρκετοί εκπρόσωποι του ριζοσπαστικού στοχασμού αναδιπλώθηκαν σε μια αμιγώς θεωρητική ή ακόμη και φιλολογική ενασχόληση, ως εάν να είχαν αποφασίσει ότι είχε χαθεί η δυνατότητα η ανατρεπτική σκέψη «να γίνει κόσμος».
Αυτό εκ των πραγμάτων δίνει ξεχωριστό κύρος σε εκείνους τους στοχαστές που διατήρησαν τη διανοητική και πολιτική στράτευσή τους ακόμη και στα χρόνια της μεγάλης υποχώρησης. Δύο από αυτούς ήταν ο Αλέν Μπαντιού και ο Τόνι Νέγκρι, δύο στοχαστές που η σκέψη τους κατεξοχήν σφραγίστηκε από τα γεγονότα της δεκαετίας του 1960, τον γαλλικό Μάη του 1968, στην περίπτωση του Μπαντιού, τη μακρά ακολουθία ριζοσπαστικών εργατικών και κοινωνικών αγώνων στην Ιταλία στις δεκαετίες του 1960 και 1970 στην περίπτωση του Νέγκρι. Και οι δύο συνδύασαν τη θεωρητική ενασχόληση με την πολιτική στράτευση, σε έναν ιδιοσυγκρασιακό μαοϊσμό και μετα-μαοϊσμό στην περίπτωση του Μπαντιού, στη μεγάλη περιπέτεια του εργατισμού πρώτα, της εργατικής αυτονομίας μετά στην περίπτωση του Νέγκρι. Και δεν ήταν απλώς στρατευμένοι στοχαστές, αλλά προσπάθησαν να μετασχηματίσουν τις ίδιες τις εμπειρίες και τα ερωτήματα που προέκυπταν από την πολιτική στράτευση σε θεωρητική και φιλοσοφική δημιουργικότητα. Και οι δύο παρότι θα φανεί για περίοδο ότι βρέθηκαν αντιμέτωποι με μια συνθήκη εχθρική, ο Μπαντιού απομονωμένος από το ευρύτερο γαλλικό διανοητικό κλίμα επί μακρόν, ο Νέγκρι αντιμέτωπος με την εμπειρία της φυλακής και της εξορίας, εντούτοις θα καταφέρουν από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 και μετά να αποκτήσουν κύρος και ακροατήριο σε μια νεότερη γενιά που αναζητούσε ριζοσπαστικά θεωρητικά σημεία αναφοράς.
Βεβαίως, από την άλλη κανείς θα μπορούσε να εντοπίσει και σημαντικές διαφορές. Το αυστηρό φιλοσοφικό ύφος του Μπαντιού, με την έντονη χρήση μαθηματικών αναφορών και τη «γεωμετρική» αυστηρότητα ως προς το ξεδίπλωμα των επιχειρημάτων μοιάζει αρκετά μακρινό από τον ιδιότυπο φιλοσοφικό και πολιτικό ενθουσιασμό που αποπνέει το έργο του Νέγκρι, που μέχρι το τέλος της ζωής του ήταν πάντα έτοιμος να εντοπίσει θετικές ιστορικές δυναμικές, την ώρα που ο Μπαντιού αφιέρωσε ένα σημαντικό μέρος του έργου του στη φιλοσοφική αναμέτρηση με το εύρος και το βάθος της ήττας του ιστορικού κομμουνιστικού κινήματος.
Ομως, αυτές οι διαφορές δεν απέτρεψαν τον Αλμπέρτο Τοσκάνο από το να δοκιμάσει να προσεγγίσει από κοινού τους δύο στοχαστές στο βιβλίο του «Communism in Philosophy. Essays on Alain Badiou and Toni Negri» (Κομμουνισμός στη φιλοσοφία. Δοκίμια πάνω στον Αλέν Μπαντιού και τον Τόνι Νέγκρι), που πολύ πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Brill στη σειρά Historical Materialism Book Series.
Στην περίπτωση του Μπαντιού η ανάγνωση του Τοσκάνο, που έχει μεταφράσει και μερικά από τα πιο σημαντικά κείμενά του, δεν επικεντρώνει τόσο σε κριτικές γύρω από την κεντρικότητα της έννοιας του συμβάντος. Περισσότερο, εντοπίζει τις κρίσιμες θεωρητικές μετατοπίσεις του Μπαντιού: την αποσύνδεση της δυνατότητας της κοινωνικής χειραφέτησης από κάποια εγγενή ιστορική διαλεκτική και οντολογία των κοινωνικών σχέσεων, προς όφελος της αναζήτησης της καθοριστικής έλλειψης, του καθοριστικού κενού που μπορεί να εντοπιστεί στην όποια τρέχουσα εμμενή συνθήκη. Την άρνηση κάθε αντίληψης της πολιτικής ως έκφρασης ή αντιπροσώπευσης. Την επιμονή στην αποφυγή κάθε πολιτικής με αναφορά το κράτος και την επιλογή μιας πολιτικής «σε απόσταση από το κράτος», με αφετηρία την πεποίθηση ότι πίσω από μια ψευδαίσθηση κοινωνικού δεσμού και συνοχής, που εκπροσωπείται από το κράτος, υπάρχει το Πραγματικό μιας πολλαπλότητας και θεμελιώδους μη συνοχής, που με έναν τρόπο αποτελεί την αστάθμητη αφετηρία κάθε πολιτικής της χειραφέτησης. Πάντα με μια επιμονή ότι η αυθεντική φιλοσοφία έχει ως καθήκον τη διαρκή κατάφαση της δυνατότητας μιας αληθινής ζωής.
Ως προς τον Νέγκρι, ο Τοσκάνο ανασυνθέτει την πυκνή διαδρομή ενός στοχαστή που δεν σταμάτησε να πειραματίζεται θεωρητικά. Δείχνει πώς ξεκινά μέσα από πολύ συγκεκριμένη αντίληψη του κοινωνικού ανταγωνισμού, με κύριο τόπο και πεδίο, το εργοστάσιο και την εργατική εξέγερση όπως καταγράφηκε στο μακρύ ιταλικό 1968. Ομως ο Νέγκρι δεν επιλέγει τη στροφή στην «αυτονομία του πολιτικού» που έκανε ο Τρόντι, ο οποίος είδε στην εργατική τάξη, τη μόνη τάξη που μπορούσε να αναλάβει το κράτος. Αντιθέτως, ο Νέγκρι επέλεξε τη διεύρυνση ουσιαστικά του τόπου του ανταγωνισμού και της εξέγερσης από το εργοστάσιο σε όλη την κοινωνία, μέσα από έννοιες όπως ο κοινωνικός εργάτης και η αυτοαξιοποίηση. Σε αυτή τη βάση ο Τοσκάνο δείχνει πώς η μετατόπιση του Νέγκρι προς έναν στοχασμό με επίκεντρο τη βιοπολιτική του πλήθους είναι αυτή που του επιτρέπει να δείξει ότι η χειραφέτηση και ο κομμουνισμός αποτελούν δυναμικές όχι απλώς λανθάνουσες, αλλά στην πραγματικότητα καθοριστικές για την ίδια τη διαμόρφωση της σύγχρονης καπιταλιστικής συνθήκης. Ομως, εάν αυτό αποτελεί την αισιόδοξη διάσταση της επιμονής ότι η κοινωνική αλλαγή είναι ενεργή οντολογική δυναμική, έχει και το τίμημα της υποτίμησης των διαρκώς ενεργών μορφών ετερονομίας που υπονομεύουν τη χειραφέτηση.