Ανείπωτη θλίψη για το θάνατο του ζαχαροπλάστη Βασίλη Μπατζογιάννη

Ανείπωτη θλίψη σκόρπισε στην οικογένεια αλλά και σε όλους όσους τον γνώρισαν, ο αιφνίδιος θάνατος του ομογενή Βασίλη Μπατζογιάννη (Bill Batz), ο οποίος ήταν ιδιοκτήτης του ζαχαροπλαστείου «Διεθνές» (International Cakes), που για δεκαετίες υπήρξε σημείο αναφοράς στη Lonsdale Street, τον δρόμο που κάποτε χτυπούσε η «καρδιά» της παροικίας.

Δεν πέρασε ούτε χρόνος από τότε που έκλεισε το εν λόγω ζαχαροπλαστείο και τώρα «έφυγε» και ο ιδιοκτήτης του σε ηλικία 76 ετών.

«Είμαστε συγκλονισμένοι», δήλωσε στην εφημερίδα μας η κόρη του, Μαίρη. Η κηδεία του Βασίλη Μπατζογιάννη θα τελεστεί τη Δευτέρα 14 Ιουλίου.

Υπενθυμίζουμε ορισμένα στοιχεία για τη ζωή και την επιχείρηση του ομογενή που άφησε εποχή. Το σχετικό ρεπορτάζ υπογράφει η Ι. Παπαθανασίου:

«Αν οι τοίχοι μπορούσαν να μιλήσουν, το ‘Διεθνές’ (International Cakes) θα αφηγούνταν για ώρες ατελείωτες ιστορίες για τους Έλληνες που πρωτοέφταναν στην Αυστραλία, τις οικογένειες που έφτιαξαν και πώς εξελίχθηκαν στη χώρα που εντέλει έγινε η δεύτερη πατρίδα τους.Δεν υπάρχει κανείς στη Μελβούρνη, ή ακόμα και στην Αυστραλία, που δεν γνωρίζει το ‘Διεθνές’, το ζαχαροπλαστείο στο κέντρο της πόλης, το οποίο υποδέχεται εδώ και 55 χρόνια, γενιές Ελλήνων -και όχι μόνο- στον χώρο του που βρίσκεται στη Lonsdale Street, τον δρόμο όπου κάποτε χτυπούσε η ‘καρδιά’ της παροικίας.

Απέναντι ακριβώς, στο νοσοκομείο Queen Victoria, γεννήθηκαν χιλιάδες Ελληνόπουλα, με τους μπαμπάδες και τους συγγενείς να περιμένουν ανυπόμονα τα γεννητούρια, στο φιλόξενο ζαχαροπλαστείο των Βασίλη Μπατζογιάννη (Bill Batz) και Μανώλη Γιοβάνογλου.

Δίπλα του ακριβώς ήταν και τα γραφεία του ‘Νέου Κόσμου’, με το προσωπικό κάθε μέρα να κάνει ουρά για τον πρωινό καφέ, όπου ο Βασίλης μάθαινε τα νέα της πατρίδας και της παροικίας από πρώτο χέρι.

Ακόμα και ο γνωστός αρχισυντάκτης της εφημερίδας μας, Σωτήρης Χατζημανώλης, εργάστηκε εκεί ως φοιτητής τα Σαββατοκύριακα, μαζί με τον Βασίλη, συνάπτοντας μία φιλία που διαρκεί μέχρι σήμερα.

Ο Βασίλης Μπατζογιάννης. Φωτογραφία: Supplied

Ήταν αυτός ο λόγος, που ο κ. Βασίλης επέλεξε τον ‘Νέο Κόσμο’ να ανακοινώσει στους αγαπημένους του πελάτες, ότι το «Διεθνές» κλείνει οριστικά τις πόρτες του στο τέλος του μήνα.

Μπορεί όλα γύρω από το ελληνικό ζαχαροπλαστείο να άλλαξαν, να έφυγαν από τον δρόμο 50-60 ελληνικές επιχειρήσεις, αλλά «το Διεθνές» παρέμεινε εκεί ολόιδιο για πάνω από μισό αιώνα, με τους ίδιους ιδιοκτήτες, να συνεχίζουν να προσφέρουν τις γλυκές γεύσεις και τη χαρακτηριστική φιλοξενία της πατρίδας.

‘Αυτό το μαγαζί το αγάπησα από την πρώτη στιγμή γιατί είχε το ελληνικό στοιχείο. Ήταν σαν να ήμουν στην πατρίδα. Εδώ ήτανε Ελλάδα!’, λέει και θυμάται τα πρώτα χρόνια που διατηρούσε το ζαχαροπλαστείο.

‘Γιατί ήμουνα Έλληνας – δεν έγινα ποτέ Αυστραλός. Αγαπούσα τους Έλληνες, τη ράτσα μου, είναι ωραίος κόσμος. Και εδώ στο μαγαζί υπήρχε τεράστιο σέβας. Στα πενηνταπέντε χρόνια δεν προέκυψε ποτέ κάποιο περιστατικό. Οι Έλληνες είναι περήφανος κόσμος. Είναι ωραίοι πελάτες, οι καλύτεροι πελάτες που μπορείς να έχεις’.

Εδώ ‘άκουγες ελληνικές φωνές μέσα και έξω, ήτανε το κάτι άλλο. Τώρα δεν υπάρχουν Έλληνες εδώ’.

Αναλογιζόμενος τις πρώτες δεκαετίες, λέει ότι ‘Όλα εδώ συνέβαιναν. Εδώ σε αυτόν τον δρόμο, τα συλλαλητήρια για την Μακεδονία ήταν τρομερά, όπως και τα συλλαλητήρια για την Κύπρο. Από εδώ ξεκινούσαν όλα. Τα φεστιβάλ! Γινόταν της τρελής εδώ τα πρώτα χρόνια, δεν μπορούσες να βγεις από την πόρτα’.

Υπήρχαν τότε πολλά καφενεία ελληνικά εδώ τριγύρω, συνεχίζει.

‘Οι Έλληνες, αρκετοί ήταν μοναχοί τους τότε, έμεναν εδώ τριγύρω. Είχαμε καθημερινούς πελάτες, έτσι που γίνανε φίλοι μας, το αγάπησαν το μαγαζί και μπαινόβγαιναν. Δεν ήταν ποτέ το μαγαζί στο οποίο θα ‘ρθεις και θα σου ζητήσουν στην πόρτα να περιμένεις.

‘Τα πόδια τους τραβάγανε εδώ μέσα. Ο κόσμος έμπαινε έβγαινε, ήταν δικό τους μαγαζί… των Ελλήνων μαγαζί’.

Κάθε πρωί, για πενήντα και πλέον χρόνια, υποδεχόταν τους πελάτες του μ’ ένα χαμόγελο

Ο ‘Νέος Κόσμος’ ήταν ακριβώς δίπλα μας, στο στενάκι αυτό, περιγράφει ο κ. Βασίλης.

‘Και ήταν κάθε πρωί όλο το προσωπικό για καφέδες μέσα-έξω. Όλα τα μαθαίναμε από πρώτο χέρι… από τον Μουρίκη… από εκείνα τα χρόνια δηλαδή, που ήταν και ο Δημήτρης Γκόγκος. Όλα τα παιδιά που δούλευαν στον ‘Νέο Κόσμο’, το είχαν στέκι τους. Τι να πω και τι να μην πω; Είναι μια ολόκληρη ιστορία το μαγαζί αυτό’.

Στον δρόμο υπήρχαν και πολλά ταξιδιωτικά γραφεία εκείνον τον καιρό.

‘Τότε βλέπεις δεν υπήρχε το ίντερνετ, και έτσι έπρεπε να έρθουν εδώ για να κλείσουν τα εισιτήριά τους κάθε χρόνο για την Ελλάδα και είχε πολλά πρακτορεία, όπως και άλλα γραφεία, λογιστών, δικηγόρων… 50-60 ελληνικές επιχειρήσεις σε αυτόν τον δρόμο’.

Οι ελληνικές επιχειρήσεις άρχισαν να φεύγουν πριν από 30 περίπου χρόνια.

‘Από το ’90 και μετά. Ανέβηκαν τα ενοίκια. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Ο Ελληνισμός άρχισε να εξαπλώνεται και δεν ήταν εύκολο να κατέβουν στην πόλη για το παραμικρό. Στην πόλη θα ερχότανε κάποτε μόνο για καφέ. Τώρα πρέπει να περάσεις τα freeway, θέλεις χρόνο, και να βρεις και να παρκάρεις. Όπως άρχισαν να ζούνε πιο έξω από τη Μελβούρνη, έτσι άρχισαν και αυτές οι επιχειρήσεις να φεύγουν από το κέντρο και ο ελληνισμός άρχισε να αφομοιώνεται μέσα στο αυστραλιανό περιβάλλον’.

Ο Βασίλης Μπατζογιάννης, με καταγωγή από την Κατερίνη, ήταν μόλις 21 χρόνων όταν πάτησε πρώτη φορά το πόδι του στο ‘Διεθνές’.

‘Δούλευα στο Myers, όπου ήμουν ζαχαροπλάστης και, συγχρόνως, εργαζόμουν κι εδώ στο ‘Διεθνές’ μέχρι το 1973, που ήρθα συνεταιριστικά στο μαγαζί, και στο οποίο βρίσκομαι μέχρι σήμερα’.

Το όνειρό του ήταν πάντα να έχει τη δική του επιχείρηση. Από μικρό παιδί δηλαδή, 13 χρόνων, όταν ξεκίνησε να μαθαίνει την τέχνη του ζαχαροπλάστη στην Κατερίνη όπου μεγάλωσε.

Όταν πρωτοήρθε στην Αυστραλία, ο Βασίλης Μπατζογιάννης δούλεψε για δύο χρονιά στο Yarraville ‘μ’ έναν υπέροχο ζαχαροπλάστη, Έλληνα από τη Σιάτιστα, τον Γιώργο Μάλαμα. Και αυτός ο άνθρωπος με βοήθησε να μάθω την κουλτούρα της Αυστραλίας’.

‘Ήμουν 100% σίγουρος στα χέρια μου και για την τέχνη μου. Δούλεψα και τα γλυκά των Αυστραλών για 3 χρόνια στον Myers, γιατί σκεφτόμουν ότι μπορεί στα ελληνικά μαγαζιά να μην υπάρχει δουλειά αργότερα».

Αν και το αρχικό του σχέδιο ήταν να μείνει στην Αυστραλία για πέντε χρόνια και μετά να επιστρέψει στην Ελλάδα, τελικά πέρασαν 55 χρόνια. Ποτέ δεν το έχει μετανιώσει όμως.

‘Αγάπησα αυτή τη χώρα, παρά πολύ, γιατί νομίζω ότι είναι η καλύτερη χώρα στον Κόσμο, για μένα’.

‘Ήθελα να έχω δική μου επιχείρηση και να δουλέψω όσο θέλω χωρίς να έχω αφεντικό στο κεφάλι μου. Έχει περάσει πολύ προσωπικό από εδώ, Έλληνες, ξένοι, και πάντα είχαν ένα σεβασμό. Σεβόμουνα και εγώ το προσωπικό μου. Είχα το δικό μου τρόπο να εργάζομαι εδώ. Πάντα. Αγάπησα αυτό το μέρος, αυτή τη δουλειά και δεν θα το άλλαζα με τίποτα’.

‘Δεν ήρθα στην Αυστραλία να φάω, να πιω και να περάσω καλά. Ήθελα να προοδεύσω. Όπως όλοι οι Έλληνες. Δούλευα 7 μέρες την εβδομάδα, 10-12 ώρες την ημέρα, και έλεγα ‘ή θα πετύχω ή θα πεθάνω!’.

‘Έπρεπε κάποτε να βάλω μια θυσία. Δεν γίνεται τίποτες αν δεν θυσιάσεις χρόνο. Αρκεί όμως να υπάρχει καλή θέληση. Να βάλεις καλά θεμέλια, και να μην τα κάνεις όλα για τα λεφτά. Στην πορεία, είναι η αγάπη για το μαγαζί, όχι για τα λεφτά που θα βγάλεις…’.

‘Συνδέθηκα εδώ με τους πρώτους Έλληνες, εκείνοι δηλαδή που μόλις έφταναν από την Ελλάδα. Είχαμε μια εκτίμηση μεταξύ μας. Και μόνον για μένα, για το πρόσωπό μου, ερχότανε συνέχεια. Τους είχα αγαπήσει’.

‘Θα μου λείψει το μαγαζί. Θα μου λείψει ο κόσμος και όχι μόνο οι Έλληνες. Έκανα όσα ήθελα, πρόσφερα όσο μπόρεσα, και δεν έχω τίποτα άλλο να πω από ‘Ευχαριστώ’ στους πελάτες μου για όλη την συμπαράσταση’».

The post Ανείπωτη θλίψη για το θάνατο του ζαχαροπλάστη Βασίλη Μπατζογιάννη appeared first on ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ.