Η ΕΚΤ σε κρίσιμο σταυροδρόμι

Σε μια περίοδο που η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) έχει στραφεί σε επιθετικές μειώσεις επιτοκίων με στόχο την τόνωση της οικονομίας, οι νέοι αριθμοί που δημοσιεύτηκαν από την ίδια την Τράπεζα αποκαλύπτουν μια ανησυχητική στασιμότητα: τα τραπεζικά δάνεια στην ευρωζώνη παρουσιάζουν τη χαμηλότερη δυναμική από τα μέσα του 2024, σηματοδοτώντας το πρώτο ουσιαστικό «πάγωμα» του πιστωτικού κύκλου εδώ και έναν χρόνο.

Πιο συγκεκριμένα, ο ετήσιος ρυθμός αύξησης του πιστωτικού δανεισμού προς μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις διαμορφώθηκε στο 2,5% τον Μάιο, οριακά χαμηλότερα από το 2,6% τον Απρίλιο, σύμφωνα με τα επίσημα στατιστικά της ΕΚΤ. Αντίστοιχα, τα δάνεια προς τα νοικοκυριά σημείωσαν τον χαμηλότερο μηνιαίο ρυθμό από τον Νοέμβριο του προηγούμενου έτους, μόλις 12 δισ. ευρώ νέου δανεισμού.

Η ING υπογραμμίζει ότι αυτή η στασιμότητα δείχνει πως «η νομισματική χαλάρωση διεισδύει στην οικονομία με αργό ρυθμό».

Η ολλανδική τράπεζα αποδίδει το φαινόμενο στην έντονη οικονομική και γεωπολιτική αβεβαιότητα, η οποία αποτρέπει επιχειρήσεις και καταναλωτές από νέες επενδυτικές ή καταναλωτικές κινήσεις. Η αβεβαιότητα αυτή εξουδετερώνει σε μεγάλο βαθμό τα αναμενόμενα οφέλη από τη μείωση του κόστους δανεισμού.

Ενδεικτικό είναι και το στατιστικό μέγεθος Μ3 – που μετρά τη συνολική ρευστότητα στην οικονομία (μετρητά, καταθέσεις κ.ά.) –, το οποίο παρουσιάζει επιβράδυνση στην άνοδό του, φθάνοντας τα 16,9 τρισ. ευρώ τον Μάιο του 2025 από 16,8 τρισ. τον Ιανουάριο, ύστερα από μια ταχεία αύξηση στα τέλη του 2023.

Η στασιμότητα αυτή ερμηνεύεται από τους οικονομολόγους ως σημάδι ότι η οικονομία κρατά αποστάσεις από την αναπτυξιακή ώθηση που επιχειρεί η ΕΚΤ.

Ο επικεφαλής οικονομολόγος της ΕΚΤ, Philip Lane, είχε τονίσει προ ενός έτους ότι όσο περιορίζεται η υπερβάλλουσα ρευστότητα στο τραπεζικό σύστημα, τόσο μειώνεται και η πιστωτική δραστηριότητα. Πλέον, όμως, η συζήτηση έχει μετατοπιστεί από την προσφορά ρευστότητας στη ζήτηση για δανεισμό, η οποία φαίνεται να αποδυναμώνεται – ανεξαρτήτως της ελκυστικότερης τιμολόγησης του χρήματος.

Στο ίδιο πνεύμα, η Morgan Stanley σημειώνει πως η επιχειρηματική και καταναλωτική συμπεριφορά καθορίζεται πλέον από έντονη αβεβαιότητα.

Ο αμερικανικός επενδυτικός οίκος επισημαίνει ότι οι νέοι αμερικανικοί δασμοί, που έχουν ήδη τεθεί σε εφαρμογή (10% γενικός δασμός, 25% σε χάλυβα, αλουμίνιο και αυτοκίνητα), προκαλούν σοβαρές ανησυχίες στις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις, ιδίως δεδομένου του ότι περίπου το 25% των εσόδων τους προέρχεται από την αγορά των ΗΠΑ.

Σύμφωνα με τις τελευταίες προβλέψεις του ίδιου του Ευρωσυστήματος, η οικονομία της ευρωζώνης αναμένεται να αναπτυχθεί κατά μόλις 0,9% το 2025, παρά τις σημαντικές μειώσεις επιτοκίων από τον Ιούνιο του 2024, οι οποίες αθροιστικά φθάνουν τις 200 μονάδες βάσης (2 ποσοστιαίες μονάδες).