Οταν το σόου δεν πάει καλά

Τι έκανε χθες στη Βουλή η Ζωή Κωνσταντοπούλου; Ο,τι συνήθως. Φασαρία. Είναι ο ρόλος που της πάει, αφού μόνο με φασαρία κόμματα όπως της συγκεκριμένης πολιτικού μπορούν να δηλώσουν την παρουσία τους. Εύλογο. Είναι ένα κόμμα που δεν έχει οργανώσεις, δεν έχει σαφή ιδεολογική κατεύθυνση, δεν έχει πρόγραμμα και οι βουλευτές που έχει, όπως κατήγγειλαν άλλες υποψήφιες που παρά την καλή επίδοσή τους στις πρώτες εκλογές με σταυρό, κατόπιν βρέθηκαν στα βαθιά της λίστας, είναι της αρεσκείας της προέδρου – και συνήθως δεν παίρνουν τον λόγο στη Βουλή. Τι μένει; Το σόου.

Αλλά το χθεσινό σόου είχε κάτι από την αυταρέσκεια των συριζαίων, την εποχή της δόξας τους, όταν αναφέρονταν σε ζητήματα όπως π.χ. η δικαιοσύνη, η οποία έκαναν προσπάθειες να λειτουργήσει ως κομματικό τους παράρτημα. Είναι ίδιον του κομματικού χώρου από τον οποίο προέρχεται και στον οποίο έχει διαπρέψει η Ζωή Κωνσταντοπούλου. Τα μέλη του και ιδίως τα στελέχη του πάλαι ποτέ ενιαίου ΣΥΡΙΖΑ έχουν μάθει να βάζουν τις πεποιθήσεις τους και τις σκοπιμότητες που απορρέουν απ’ αυτές πάνω από τους θεσμούς, δίνοντας μαθήματα θεσμικής εξαχρείωσης.

Θυμάμαι πόσες φορές στη Βουλή ο Αλέξης Τσίπρας είχε αναφέρει τον Σταύρο Παπασταύρου ως ένοχο αγνώστων αδικημάτων, μολονότι ουδέποτε αποδείχτηκε ενοχή του και ενώ τελικά απαλλάχτηκε από όσες κατηγορίες του αποδόθηκαν. Δεν είχε καμία σημασία. Οι ίδιοι που μπορεί να σε καρφώσουν στον τοίχο για το τεκμήριο αθωότητας π.χ. του Κουφοντίνα, είναι πεπεισμένοι ότι έχουν τα δικά τους, πανίσχυρα κριτήρια απόδοσης της δικαιοσύνης. Και την αποδίδουν από μόνοι τους με συνοπτικές διαδικασίες. Δεν χρειάζονται τίποτα από τη δικαιοσύνη «του αστικού κράτους». Αρκεί η πεποίθηση του αριστερού κομματάρχη – ή της αριστερής (;) κομματάρχισσας.

Που σημαίνει ότι η Ζωή Κωνσταντοπούλου, χθες, στη Βουλή, έπαιξε το βιολί του Τσίπρα. Ως συνήθως, άτσαλα, με την μπρουτάλ επιθετικότητα με την οποία περιφρονεί και τους κοινοβουλευτικούς κανόνες και, όταν τη βολεύει, και τη λογική. Κοιτάζοντας απαξιωτικά τον υπουργό Περιβάλλοντος, Σταύρο Παπασταύρου, του επιτέθηκε κατηγορώντας τον ότι συνάντησε μόλις έγινε υπουργός τον ισραηλινό ομόλογό του (!) ενώ, επικαλούμενη την αναφορά του ονόματός του στην παλιά ιστορία της λίστας Λαγκάρντ, μια από τις υποθέσεις που εργαλειοποιήθηκαν από το αντιμνημονιακό στρατόπεδο τα πρώτα χρόνια της χρεοκοπίας, τον αντιμετώπισε λες και δεν είχε απαλλαγεί τελεσίδικα από όλες τις κατηγορίες.

Ο Παπασταύρου υπενθύμισε, προφανώς, την αθώωσή του. Γι’ αυτό, απαντώντας έντονα στην κατήγορό του, τη χαρακτήρισε «ανακριβή, αναξιόπιστη και αδίστακτη». Και για να στηρίξει τους χαρακτηρισμούς του, επικαλέστηκε όχι την κομματική αλλά τη δικηγορική της ιδιότητα, λόγω της οποίας δεν μπορεί να μη γνωρίζει τι σημαίνει σε μια δημοκρατία «να υπάρχουν 10 αποφάσεις διοικητικών δικαστηρίων και δικαστικών συμβουλίων».

Ο υπουργός έκανε λόγο για τις συριζαϊκές πρακτικές εργαλειοποίησης της δικαιοσύνης σε βάρος πολιτικών αντιπάλων (αψευδής μάρτυρας, η υπόθεση Novartis) και υπενθύμισε την αδίστακτη προσπάθεια να πλήξουν πρωτίστως γυναίκες που είχαν άμεση ή έμμεση εμπλοκή με πολιτικές αντιπαλότητες: ανέφερε τη γενική γραμματέα Δημοσίων Εσόδων που παύθηκε από τη θέση της κατηγορούμενη για αδικήματα απιστίας ώσπου να αθωωθεί, την επιχειρηματία σύζυγο του Γιάννη Στουρνάρα και τη σύζυγο του σημερινού Πρωθυπουργού – πρόσωπα για τα οποία έχουν καταπέσει οι κατηγορίες που τους αποδόθηκαν.

Ο χθεσινός κοινοβουλευτικός διαξιφισμός ήταν χρήσιμος: επειδή απέδειξε ότι δεν νικάει όποιος φωνάζει δυνατότερα. Κάτι που άλλωστε το είχαμε καταλάβει με την εργαλειοποίηση των Τεμπών.