Καταπέλτης το ΕΔΑΔ κατά ΚΔ-Βοηθού Εισαγγελέα για υπόθεση βιασμού από πολιτικό

Το ΕΔΑΔ διαπιστώνει παραβίαση άρθρων Σύμβασης από κυπριακές αρχές σε υπόθεση καταγγελίας βιασμού

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έκρινε ότι υπήρξε παραβίαση από τις κυπριακές αρχές σχετικών άρθρων της Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων σε υπόθεση καταγγελίας για βιασμό και διέταξε το κράτος να καταβάλει στην αιτούσα σχεδόν 35.000 ευρώ για ηθική βλάβη και δικαστικά έξοδα.

Όπως αναφέρεται στην απόφαση που εκδόθηκε την Πέμπτη, η υπόθεση Ν.Τ κατά της Κύπρου αφορά καταγγελία για παράλειψη των εγχώριων αρχών της Κύπρου να εκπληρώσουν αποτελεσματικά τις θετικές υποχρεώσεις τους βάσει των άρθρων 3 και 8 της Σύμβασης να διερευνήσουν και να ασκήσουν δίωξη στους ισχυρισμούς της αιτούσας για βιασμό. Αφορά επίσης τον ισχυρισμό της ότι υπέστη διακρίσεις λόγω φύλου, κατά παράβαση του άρθρου 14 της Σύμβασης σε συνδυασμό με τα άρθρα 3 και 8 της Σύμβασης.

Η αιτούσα γεννήθηκε το 1992 και ζει στη Λάρνακα. Στις 10 Απριλίου 2021, η αιτούσα κατήγγειλε στην Αστυνομία ότι είχε βιαστεί από τον Α.Τ. την 1η Ιανουαρίου 2011. Υπέβαλε κατάθεση σε μια αστυνομικό. Κατά τη στιγμή του φερόμενου περιστατικού, η αιτούσα ήταν 18 ετών και ο Α.Τ. 20, σημειώνεται.

Η αιτούσα υποστήριξε ότι οι αρχές δεν είχαν διερευνήσει όλες τις διαθέσιμες δυνατότητες για τη διαπίστωση των περιστάσεων και δεν είχαν αξιολογήσει επαρκώς την αξιοπιστία των δηλώσεων που έγιναν ή δεν είχαν λάβει επαρκείς ιατροδικαστικές εκθέσεις και εκθέσεις εμπειρογνωμόνων. Υποστήριξε περαιτέρω ότι οι ανακριτές και οι εισαγγελείς δεν είχαν δείξει καμία επίγνωση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών των υποθέσεων που αφορούν σεξουαλικά αδικήματα και καμία γνήσια βούληση να λογοδοτήσει ο δράστης. Η αιτούσα υποστήριξε, επιπλέον, ότι δεν της είχε παρασχεθεί καμία εξειδικευμένη, ψυχολογική, νομική ή άλλη υποστήριξη όταν κατήγγειλε τον βιασμό της. Την 1η Δεκεμβρίου 2021, αποφασίστηκε διακοπή της ποινικής διαδικασίας κατά του A.T.

Η Κυβέρνηση, σημειώνεται στην απόφαση, υποστήριξε ότι η έρευνα σχετικά με την καταγγελία της αιτούσας ήταν διεξοδική και αποτελεσματική, και ανέφερε όλα τα βήματα που έλαβε η Αστυνομία κατά τη διάρκεια της έρευνας. Η Κυβέρνηση υποστήριξε, περαιτέρω, ότι η απόφαση διακοπής της δίωξης δεν ήταν βιαστική. Αντίθετα, είχε ληφθεί έπειτα από προσεκτική και αντικειμενική αξιολόγηση των συλλεγόμενων στοιχείων και έλεγχο της αξιοπιστίας των δηλώσεων της αιτούσας από έμπειρους εισαγγελείς και είχε επικεντρωθεί στο ζήτημα της συναίνεσης. Η Κυβέρνηση πρόσθεσε ότι δεν υπήρξαν καθυστερήσεις στην ενημέρωση της αιτούσας για την απόφαση να μην ασκηθεί δίωξη κατά του A.T.

Το Δικαστήριο αναφέρει ότι ενώ αναγνωρίζει τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν οι κυπριακές αρχές όταν ήρθαν αντιμέτωπες με αντικρουόμενες εκδοχές των γεγονότων του παρελθόντος και λίγα «άμεσα» αποδεικτικά στοιχεία, και χωρίς να παραβλέπει το γεγονός ότι δεν μπορεί να αντικαταστήσει τις εγχώριες αρχές στην αξιολόγηση των γεγονότων της υπόθεσης ή να αποφασίσει για την ποινική ευθύνη του A.T., είναι της άποψης ότι οι αρχές δεν κατάφεραν να διαπιστώσουν τα γεγονότα προβαίνοντας σε μια αξιολόγηση που να λαμβάνει υπόψη τα συμφραζόμενα και λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τους ειδικούς ψυχολογικούς παράγοντες που είναι εγγενείς σε υποθέσεις σεξουαλικής κακοποίησης, ιδίως από άτομο κοντά στο θύμα.

Το Δικαστήριο θεωρεί επίσης εξαιρετικά προβληματικό το γεγονός ότι αρνήθηκε την πρόσβαση στην αιτούσα στον φάκελο της υπόθεσης χωρίς να δοθούν σχετικοί λόγοι.

Όσον αφορά την καταγγελία βάσει του Άρθρου 14 σε συνδυασμό με τα Άρθρα 3 και 8 της Σύμβασης, το Δικαστήριο θεωρεί ότι “γλώσσα και επιχειρήματα που χρησιμοποίησαν οι εισαγγελείς και, εν τέλει, ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας κατά την αξιολόγηση της υπόθεσης μεταφέρουν προκαταλήψεις και σεξιστικά στερεότυπα που είναι επίσης πιθανό να αποθαρρύνουν την εμπιστοσύνη των γυναικών, ως θυμάτων βίας λόγω φύλου, στο δικαστικό σύστημα”.

Έτσι, το Δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι “οι ελλείψεις των εθνικών αρχών, και συγκεκριμένα οι μέθοδοι που χρησιμοποιήθηκαν για την αξιολόγηση της γνησιότητας της συγκατάθεσης της αιτούσας, όχι μόνο στέρησαν από αυτήν την κατάλληλη προστασία, αλλά την εξέθεσαν και σε δευτερογενή θυματοποίηση, η οποία επίσης συνιστά διάκριση”.

Συνεπώς, το Δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα, χωρίς να εκφέρει γνώμη σχετικά με την ενοχή του υπόπτου, ότι “η απάντηση των αρχών στους ισχυρισμούς της αιτούσας για βιασμό στην παρούσα υπόθεση δεν ανταποκρίθηκε στη θετική υποχρέωση του Κράτους να εφαρμόσει τις σχετικές ποινικές διατάξεις στην πράξη μέσω αποτελεσματικής έρευνας και δίωξης. Συνεπώς, υπήρξε παραβίαση των Άρθρων 3 και 8 της Σύμβασης”. Καταλήγει επίσης στο συμπέρασμα ότι “υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 14 σε συνδυασμό με τα Άρθρα 3 και 8.”

Για τους λόγους αυτούς, αναφέρει, το Δικαστήριο ομόφωνα κρίνει ότι “υπήρξε παραβίαση των διαδικαστικών υποχρεώσεων του εναγομένου Κράτους βάσει των άρθρων 3 και 8 της Σύμβασης”. Κρίνει ακόμη ότι “υπήρξε παραβίαση του άρθρου 14 της Σύμβασης σε συνδυασμό με τα άρθρα 3 και 8”.

Το Δικαστήριο κρίνει ότι το εναγόμενο Κράτος οφείλει να καταβάλει στην αιτούσα, εντός τριών μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία η απόφαση καθίσταται τελεσίδικη σύμφωνα με το άρθρο 44 § 2 της Σύμβασης, τα ακόλουθα ποσά: 20.000 ευρώ συν κάθε φόρο που ενδέχεται να οφείλεται, για ηθική βλάβη και 15.470 ευρώ συν κάθε φόρο που ενδέχεται να οφείλεται στην αιτούσα, για δικαστικά έξοδα. Απορρίπτει το υπόλοιπο της αξίωσης για δίκαιη ικανοποίηση.

 

Το άρθρο Καταπέλτης το ΕΔΑΔ κατά ΚΔ-Βοηθού Εισαγγελέα για υπόθεση βιασμού από πολιτικό εμφανίστηκε πρώτα στο Cyprus Times.